-
1 φάντασμα
φάντασμα, τό, Erscheinung, Gespenst; ἐνυπνίων φαντασμάτων ὄψεις Aesch. Spt. 692; νύκτερα frg. 293; Eur. Hec. 54; bei Plat. von εἰκών unterschieden, Soph. 236 c; τὰ ἐν τοῖς ὕδασι φαντάσματα Rep. VI, 510 a; Ggstz τὰ ὄντα X, 599 a. – Vorstellung, Soph. 232 a; bei den Stoikern bes. das Bild einer nichtigen, leeren Vorstellung.
-
2 φαντασμα
- ατος τό1) видение, призрак Eur.ἐνύπνια φαντάσματα Aesch. — сонные грезы
2) сновидение Theocr.3) отражение(ἐν τοῖς ὕδασι Plat.; ἐν κατόπτρῳ Arst.)
4) воображение, представление Plat. -
3 φάντασμα
φάντασμαapparition: neut nom /voc /acc sg -
4 φάντασμα
φάντασμα, τό, Erscheinung, Gespenst; Vorstellung; bei den Stoikern bes. das Bild einer nichtigen, leeren Vorstellung -
5 φάντασμα
φάντασμα, ατος, τό (Aeschyl., Pla. et al.; LXX; En 99:7; TestSol 8:9 C; Philo; Jos., Bell. 5, 381, Ant. 5, 21 3; Tat. 7:3) apparition, esp. ghost (Aeschyl. et al.; Pla., Phd. 81d, Tim. 71a; Dionys. Hal. 4, 62; Plut., Dio 2, 4; Lucian, Philops. 29; PGM 4, 2701; 7, 579 φυλακτήριον πρὸς δαίμονας, πρὸς πᾶσαν νόσον καὶ πάθος; Job 20:8 v.l.; Wsd 17:14; Jos., Ant. 1, 331; 333; Tat. 7, 3 s. Reader, Polemo 376) Mt 14:26; Mk 6:49 (on these two pass. cp. Phlegon: 257 Fgm. 36 II, 3 Jac.); Lk 24:37 D.—FAltheim, ARW 27, 1929, 48.—DELG s.v. φαίνω B 10. M-M. TW. Sv. -
6 φάντασμα
το видение;привидение, призрак; фантом (книжн.);§ γίνομαι φάντασμα — стать тенью, сильно похудеть
-
7 φάντασμα
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > φάντασμα
-
8 φάντασμα
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > φάντασμα
-
9 Φάντασμά
ПризракφάντασμάΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Φάντασμά
-
10 φάντασμά
призракΦάντασμάΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > φάντασμά
-
11 φάντασμα
привидение, призрак.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > φάντασμα
-
12 φάντασμα
[фандазма] ουσ. о. приведение, призрак, видение,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φάντασμα
-
13 φάντασμα
-ατος + τό N 3 0-0-0-0-1=1 Wis 17,14apparition, delusionCf. LARCHER 1985, 971; →NIDNTT; TWNT -
14 φάντασμα
[фандазма] ουσ ο приведение, призрак, видение. -
15 φάντασμα
A = φάσμα, apparition, phantom,ἐνύπνια φαντάσματα A.Th. 710
;νυκτέρων φ. ἔχουσι μορφάς Id.Fr. 312
;φ. δαίμονος Plu. Dio 2
, cf. E.Hec.54,94 (anap.), 390, Chrysipp.Stoic.2.22, Ev.Matt.14.26;περὶ τὰ μνήματα.. ὤφθη ἄττα ψυχῶν σκιοειδῆ φ. Pl.Phd. 81d
; vision, dream, Arist.EN 1102b10(pl.), Theoc.21.30.b pl., phenomena,τὰ ἐν ἀέρι φ. Arist. Mu. 395a29
: pl., portents, D.H.4.62.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φάντασμα
-
16 φάντασμα
духГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > φάντασμα
-
17 φαντασμα
ruh, hayalet -
18 φάντασμα
1) apparition2) fantôme -
19 φάντασμα
1) duch (m) rzecz.2) pojawienie (n) rzecz.3) upiór (m) rzecz.4) widmo (n) rzecz.5) zjawa (f) rzecz.6) zjawisko (n) rzecz. -
20 φάντασμα
1) duch2) objevení3) přízrak4) strašidlo5) zjevení
См. также в других словарях:
φάντασμα — apparition neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάντασμα — Λέξη που προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα φαίνομαι, γι’ αυτό και κατά τους αρχαίους χρόνους είχε την έννοια του οράματος ή της εικόνας. Στα νεότερα χρόνια σημαίνει την εμφάνιση νεκρών στους ζωντανούς, κατά τις λαϊκές δοξασίες. Σύμφωνα με… … Dictionary of Greek
φάντασμα — το, ατος 1. ό,τι υπάρχει μόνο στη φαντασία και όχι στην πραγματικότητα, άυλο και υπερφυσικό ον. 2. εμφάνιση πεθαμένου με ορατή ή αισθητή μορφή, είδωλο, στοιχειό, σκιά, σκιάχτρο: Το βράδυ στο δάσος βγαίνουν φαντάσματα. 3. μτφ., άνθρωπος πολύ… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φάντασμ' — φάντασμα , φάντασμα apparition neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαντασμάτων — φάντασμα apparition neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαντάσμασι — φάντασμα apparition neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαντάσμασιν — φάντασμα apparition neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαντάσματα — φάντασμα apparition neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαντάσματι — φάντασμα apparition neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαντάσματος — φάντασμα apparition neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιά — Σκοτεινή ή μειωμένης φωτεινότητας περιοχή, που διαγράφεται πάνω σε μια επιφάνεια ανοιχτού χρώματος από την παρεμβολή ενός αδιαφανούς σώματος ανάμεσα στην επιφάνεια αυτή και σε μια φωτεινή πηγή. Η σκιά αυτή είναι σαφής στις διαστάσεις της, μόνο… … Dictionary of Greek