-
21 φάντασμα
1) apparition2) ghostΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > φάντασμα
-
22 ἐμ-φάντασμα
ἐμ-φάντασμα, τό, das darin Vorgestellte, Eust.
-
23 fantôme
φάντασμα -
24 strašidlo
φάντασμα -
25 ghost
φάντασμα -
26 upiór
φάντασμα -
27 φάντασμ'
φάντασμα, φάντασμαapparition: neut nom /voc /acc sg -
28 φαντασμάτων
φάντασμαapparition: neut gen pl -
29 φαντάσμασι
φάντασμαapparition: neut dat pl -
30 φαντάσμασιν
φάντασμαapparition: neut dat pl -
31 φαντάσματα
φάντασμαapparition: neut nom /voc /acc pl -
32 φαντάσματι
φάντασμαapparition: neut dat sg -
33 φαντάσματος
φάντασμαapparition: neut gen sg -
34 φαντασμος
-
35 phantasma
-
36 тень
теи||ьж1. прям., перен тж. жив. ἡ σκιά, ὁ ίσκιος:сидеть в \теньн κάθομαι στον ἰσκιο· класть \теньи жив. βάζω (или ζωγραφίζω) σκιά· по ее лицу пробежала \тень неудовольствия μιά ἐκφραση δυσαρέσκειας διάβηκε ἀπό τό πρόσωπο της·2. перен (слабый след) ἡ ἐκφραση:ни \теньи сомнения δέν ὑπάρχει ὁὔτε ίχνος ἀμφιβολίας·3. (неясные очертания, силуэт) ἡ σκιά, ἡ σιλουέτα:промелькнула какая-то \тень πέρασε κάποια σκιά·4. (призрак, дух) τό φάσμα, τό φάντασμα:\теньи прошлого οἱ σκιές τοῦ παρελθόντος· ◊ от нее осталась одна \тень αὐτή κατάντησε φάντασμα· бросить \тень на кого́-л. προκαλώ ὑποψία ἐναντίον κάποιου· держаться в \теньй φέρνομαι σεμνά, δέν ἐπιδεικνύομαι· ходить как \тень за кем-л. γίνομαι ἡ σκιά κάποιου. -
37 phantasma
-
38 φαντασμός
-
39 φαντασμάτιον
φαντασμάτιον, τό, dim. von φάντασμα, Plut. Amator. 20.
-
40 νυκτερήσιος
νυκτερήσιος, nächtlich; χρησμός, Luc. Alex. 53 (wo Jacobs νυκτηρείσιος aufgenommen); φάντασμα, S. Emp. adv. phys. 2, 188; s. νυκτοειδής.
См. также в других словарях:
φάντασμα — apparition neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάντασμα — Λέξη που προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα φαίνομαι, γι’ αυτό και κατά τους αρχαίους χρόνους είχε την έννοια του οράματος ή της εικόνας. Στα νεότερα χρόνια σημαίνει την εμφάνιση νεκρών στους ζωντανούς, κατά τις λαϊκές δοξασίες. Σύμφωνα με… … Dictionary of Greek
φάντασμα — το, ατος 1. ό,τι υπάρχει μόνο στη φαντασία και όχι στην πραγματικότητα, άυλο και υπερφυσικό ον. 2. εμφάνιση πεθαμένου με ορατή ή αισθητή μορφή, είδωλο, στοιχειό, σκιά, σκιάχτρο: Το βράδυ στο δάσος βγαίνουν φαντάσματα. 3. μτφ., άνθρωπος πολύ… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φάντασμ' — φάντασμα , φάντασμα apparition neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαντασμάτων — φάντασμα apparition neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαντάσμασι — φάντασμα apparition neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαντάσμασιν — φάντασμα apparition neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαντάσματα — φάντασμα apparition neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαντάσματι — φάντασμα apparition neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαντάσματος — φάντασμα apparition neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιά — Σκοτεινή ή μειωμένης φωτεινότητας περιοχή, που διαγράφεται πάνω σε μια επιφάνεια ανοιχτού χρώματος από την παρεμβολή ενός αδιαφανούς σώματος ανάμεσα στην επιφάνεια αυτή και σε μια φωτεινή πηγή. Η σκιά αυτή είναι σαφής στις διαστάσεις της, μόνο… … Dictionary of Greek