Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

φάλαρον

См. также в других словарях:

  • φάλαρον — boss neut nom/voc/acc sg φάλᾱρον , φάλαρος having a patch of white masc acc sg φάλᾱρον , φάλαρος having a patch of white neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάλαρον — τὸ, Α βλ. φάλαρα …   Dictionary of Greek

  • φαλαρόν — φαλαρός having a patch of white masc acc sg φαλαρός having a patch of white neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φάλαρον — Φάλαρος having a patch of white masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλάρου — φάλαρον boss neut gen sg φαλά̱ρου , φάλαρος having a patch of white masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλάρῳ — φάλαρον boss neut dat sg φαλά̱ρῳ , φάλαρος having a patch of white masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάλαρα — Πόλη της αρχαίας θεσσαλικής Φθιώτιδας. Αν και πολλοί την τοποθετούν στη θέση της σημερινής Στυλίδας, οι περισσότεροι διαφωνούν, χωρίς ωστόσο να καθορίζουν την, κατά την αντίληψή τους, τοποθεσία της. * * * τα, ΝΜΑ, και σπάν. ενικ. τ. φάλαρον, τὸ,… …   Dictionary of Greek

  • κεφαλαραία — κεφαλαραία, ἡ (Α) (σχόλ.) «φάλαρον»*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού κεφαλαρέα*] …   Dictionary of Greek

  • ՎԱՂԱՐ — ( ) NBH 2 0773 Chronological Sequence: 12c գ. ՎԱՂԱՐ որ եւ ԲԷՂԱՐ. Բառ յն. կամ լտ. Արկանելի. գլխարկ. ծածկոյթ. ... (լծ. եւ Վեղար.) կամ որպէս յն. ֆա՛լարռն. φάλαρον diadema. թագ, պսակ, խոյր արքունի. *Դիւրքն, որ են պահապան ոսկի վաղարին. Մխ. դտ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • φαλάροις — φάλαρα neut dat pl φάλαρον boss neut dat pl φαλά̱ροις , φάλαρος having a patch of white masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλάροισιν — φάλαρα neut dat pl (epic ionic aeolic) φάλαρον boss neut dat pl (epic ionic aeolic) φαλά̱ροισιν , φάλαρος having a patch of white masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»