Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

φϑέγγεσϑαι

См. также в других словарях:

  • φθέγγεσθαι — φθέγγομαι utter a sound pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Clítor — Κλείτωρ Clítor Ciudad de la Antigua Grecia Datos generales Habitantes griegos Idioma g …   Wikipedia Español

  • лаять — лаю, лай, укр. лаяти, лая свора (собак) , блр. лаiць, др. русск. лаɪати лаять, ругать , лаи ссора, хула , ст. слав. лаѩти ὑλακτεῖν, ἐνεδρεύειν (Супр.), болг. лая лаю , сербохорв. ла̏jати, ла̏jе̑м, словен. lâjati, lâjem, чеш. lati, laji лаять;… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • βύθιος — α, ο (AM βύθιος, α, ον, Α και βύθιος, ον) [βυθός] 1. αυτός που βρίσκεται στον βυθό της θάλασσας 2. εκείνος που ζει στο βάθος της θάλασσας ή προέρχεται από κει (αρχ. μσν.) (το ουδ. ως επίρρ.) απ το βάθος του στήθους, βαθιά («βύθιον οἰμώξας»,… …   Dictionary of Greek

  • γλάρος — Κοινή ονομασία διάφορων στεγανοπόδων πτηνών της οικογένειας των λαριδών. Λέγεται και λάρος. Ο γ. έχει σώμα ατρακτοειδές και φτερούγες πολύ μακριές και μάλλον μυτερές· η ουρά του έχει μέτριες διαστάσεις, ενώ η άκρη της είναι ελαφρά στρογγυλεμένη ή …   Dictionary of Greek

  • καθόλου — (AM καθόλου) επίρρ. 1. γενικά, εν γένει, συνολικά («καθόλου εἰπεῑν») 2. (σε αρνητική πρότ. ή σε αρνητικές απαντήσεις) διόλου, ουδόλως, ουδαμώς (α. «απόψε δεν κοιμήθηκα καθόλου» β. «είσαι ευχαριστημένος;» «καθόλου» γ. «οὐδὲ καθόλου μακρὸν πλοῑον» …   Dictionary of Greek

  • σομφός — ή, ό / σομφός, ή, όν, ΝΑ σπογγώδης, πορώδης νεοελλ. φρ. «σομφό ξύλο» βοτ. τα εξωτερικά ζωντανά και λειτουργικά στρώματα τού δευτερογενούς ξυλώματος τών δέντρων, τα οποία επιτελούν τη λειτουργία μεταφοράς νερού και ανόργανων θρεπτικών αλάτων στο… …   Dictionary of Greek

  • συγκληρώ — όω, δωρ. τ. συγκλαρόω Α [σύγκληρος] 1. συνενώνω ή περιλαμβάνω σε έναν κλήρο («τούτων δὲ αὖ δίχα τεμεῑν ἕκαστον καὶ ξυγκληρῶσαι δύο τμήματα», Πλάτ.) 2. εκλέγω με κλήρο για συγκρότηση μιας αρχής 3. αστρολ. μοιράζομαι την ίδια τύχη με άλλον 4. κάνω… …   Dictionary of Greek

  • φθέγγεσθ' — φθέγγεσθε , φθέγγομαι utter a sound pres imperat mp 2nd pl φθέγγεσθε , φθέγγομαι utter a sound pres ind mp 2nd pl φθέγγεσθαι , φθέγγομαι utter a sound pres inf mp φθέγγεσθε , φθέγγομαι utter a sound imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»