-
1 Φωκάς
-
2 Φωκᾶς
-
3 φωκάς
-
4 φωκᾶς
-
5 φώκας
φώκᾱς, φώκηseal: fem acc plφώκᾱς, φώκηseal: fem gen sg (doric aeolic) -
6 ἔπ-ειμι [2]
ἔπ-ειμι, ἐπιέναι (s. εἶμι), fut. ἐπιείσομαι, Il. 11, 367. 20, 454, ἐπιεισαμένη, als aor., 21, 424, impt. ἐπήϊεν, 17, 741, ἐπήϊσαν, Od. 11, 233, ἐπ-ῇσαν, 19, 445; darauf zugehen, hinzu-, hinangehen, -kommen; Hom. τῷ δ' ἕδρης ἐπιόντι πατὴρ ὑπόειξεν Od. 16, 42; οὑπιὼν ἀεὶ ξένος Eur. Ion 323; ὥσπερ ἐκ νάματος ἐπιόντος Plat. Tim. 77 d; ἐπιόντος τοῦ γνωσομένου Crat. 493 e; Folgde; der ind. praes. bes. bei den Att. gew. mit Futurbdtg, wie Hom. vrbdt φώκας μέν τοι πρῶτον ἀριϑμήσει καὶ ἔπεισιν, Od. 4, 411. Vom Redner, auftreten, Thuc. 1, 72; Luc. Pisc. 24. – Mit dem acc., ἀγρὸν ἔπειμι Od. 23, 359; πρίν μιν καὶ γῆρας ἔπεισιν Il. 1, 29; aber auch ὀρυμαγδὸς ἐπήϊεν ἐρχομένοισιν, 17, 741; τὸ στράτευμα Thuc. 7, 78; Sp.; ἔπειμι γῆρας Pind. I. 6, 41. – Das part. ὁ ἐπιών, wie ἐπιτυχών, der gerade dazukommende, der erste beste, τό γ' αἴνιγμα οὐχὶ τοὐπιόντος ἦν ἀνδρὸς διειπεῖν Soph. O. R. 393, vgl. O. C. 752. – Bes. a) feindlich anrücken, angreifen, entgegentreten; c. acc., τοὺς ἄλλους ἐπιείσομαι Il. 11, 367. 20, 454; Aesch. οἷός σε χειμὼν καὶ κακῶν τρικυμία ἔπεισιν Prom. 116, kommt über dich; τοὺς χώρους, einfallen in, Her. 5, 74; absol., ὁ ἐπιών, der Angreifende, Il. 5, 238. 13, 477, wie χειμῶν' ἐπιόντα Hes. O. 673; Eur. Rhes. 674; Thuc. 3, 56. 6, 18; Plat. Tim. 25 c u. A.; gew. c. dat., ὅς μοι ἔπεισιν Il. 13, 482; δεινῶν ἐπιόν των τοῖς Ἕλλησιν Her. 7, 145; Thuc. 1, 137; auch ἐπιὼν τῷ λόφῳ 4, 129; vgl. τοῖς ἀναπαίστοις ἐπίωμεν Ar. Ach. 627; ἐπῄει σοβαρῶς τοῖς πολεμίοις Pol. 18, 6, 7; a. Sp.; ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα Her. 7, 157; ἐπὶ πολλὰ τῆς χώρας ἐπιόντες Thuc. 7, 49; πρός τινα, 1, 86; πρὸς τὸ τεῖχος 7, 4; ἐπιόντος ϑανάτου ἐπὶ τὸν ἄνϑρωπον Plat. Phaed. 106 e; von der Krankheit, anwandeln, befallen, Polit. 283 b; ἴσως κἂν ἀποτράποιτο τὸ ἐπιόν, die Anwandlung, Phaedr. 238 d; ἔπεισί μοι γελᾶν Luc. D. D. 21, 2. – b) in den Sinn kommen, beikommen, beifallen; εἰ καὶ ἐπίοι αὐτῷ τοιοῠτον ἢ λέγειν ἢ εἰπεῖν Plat. Rep. III, 388 d; ἐμοὶ ἔδοξε τοὐπιὸν εἰρῆσϑαι τῷ γράφοντι Phaedr. 264 b; ὅ, τι ἂν ἀπὸ ταὐτομάτου ἐπίῃ μοι, συμβουλεύσω ὑμῖν, was mir von selbst gerade einfällt, Xen. Mem. 4, 2, 4; Sp., wie Plut. Flam. 12 Camill. 38. – c) von der Zeit, herankommen, herannahen, bevorstehen; ἐν τῷ ἐπιόντι χρόνῳ, in der Folge, Xen. Cyr. 2, 1, 23; τοῠ ἐπιόντος ἀεὶ χρόνου Plat. Legg. VI, 769 c; ἐν τῷ ἐπιόντι χρόνῳ Conv. 219 a; τοὐπιόν, die Zukunft, Luc. V. Hist. 2, 27 u. öfter; Phalar.; – folgen, ἅμα ἡμέρῃ τῇ ἐπιούσῃ, mit Anbruch des folgenden Tages, Her. 9, 42, wie Xen. An. 1, 7, 2 u. öfter; νὴ τὴν ἐπιοῠσαν ἡμέραν Ar. Eccl. 105; εἰς τὴν ἐπιοῠσαν ἐκκλησίαν ψηφίζεσϑαι Dem. 59, 89; Folgde; auch ohne ἡμέρα, τῇ ἐπιούσῃ, κατὰ τὴν ἐπιοῠσαν, Pol. 5, 13, 10 u. a. Sp. Auch πράγματα ἐπιόντα, bevorstehende Geschäfte, Verhandlungen, Dem. u. A.; καὶ τὰ ἐπ ιόντα πάντα τούτῳ μαρτυρεῖ, das Folgende, Plat. Prot. 344 a, vgl. Soph. 257 b τὶ μηνύει τὸ μή καὶ τὸ οὔ προτιϑέμενα τῶν ἐπιόντων ὀνομάτων u. Rep. IV, 427 a αὐτόματα ἔπεισιν ἔκ τινος, es folgt von selbst. – Ὁ ἐπιών, der Nachfolgende, Soph. O. C. 1529.
-
7 πεμπαζω
(ἐκβολὰς ψήφων Aesch.; med. πάσας φώκας Hom.; ἀριθμήσασθαι πεμπάσασθαι λέγουσιν Plut.)
-
8 Νικηφόρος
Νικηφόρος οНикифор –1) имя некоторых святых Православной Церкви;2) имя некоторых византийских императоров и военачальников:Νικηφόρος Φωκάς — Никифор Фока;
3) мужское имяЭтим.< νίκη + -φορος < φέρω «победа + приносить» -
9 ζατρεφής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζατρεφής
-
10 ἐποίχομαι
A go towards, approach,μνηστῆρας ἐπῴχετο Od.1.324
;αἰτίζειν..ἐποιχόμενον μνηστῆρας 17.346
, cf. 6.282 ;ἐ. δόμον ἄλλον Thgn.353
; [θεοὺς] τραπέζαις ἐ. draw near to the gods with sacrificial feasts, Pi.O.3.40 ;εὐεργέταν Id.P.2.24
.2 go round, visit in succession, of one who hands round wine, αὐτοῖσιν θάμ' ἐπῴχετοοἰνοχοεύων Od.1.143
; of a general, pass along troops,στίχας ἀνδρῶν Il.15.279
, cf. 16.155 ; inspect, [ φώκας] Od.4.451 : abs., go his rounds, Il.10.171, 17.215 ;πάντοσ' ἐποιχόμενος 5.508
;πάντῃ ἐ. 6.81
, 10.167, etc.3 of arrows visiting persons with death, , cf. 50 ; οἷς ἀγανοῖσι βέλεσσιν ἐποιχόμενος (or - νη) κατέπεφνεν, 24.759, Od.3.280, 5.124, etc.4 go over or ply one's task,ἔργον ἐ. Il.6.492
, Od.1.358, 17.227, etc. ; δόρπον ἐ. set about preparing it, 13.34 ; freq. of women, ἱστὸν ἐ. ply the loom, Il.1.31, Od.5.62, al., cf. Ephor.5 J. ;ἔργον φυλόπιδος ἐ. Mimn.14.10
; (tm.); [γύας καὶ ἀλωὰς] ἔργοισιν ἐ. with labour, Theoc.25.32 : c. dat.,ἔργῳ ἐ. Q.S.12.343
codd.: abs. in part., with another Verb, busily,ἡ μὲν ἐποιχομένη..ἔντυεν ἵππους Il.5.720
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐποίχομαι
-
11 ἔπειμι
A sum) inf. ἐπεῖναι: [dialect] Ep. [tense] impf.ἔπεσαν Od.2.344
: [tense] fut. ἐπέσομαι, [dialect] Ep. and Lyr. -έσσομαι, 4.756, Pi.O.13.99:—to be upon, c. dat. loci,κάρη ὤμοισιν ἐπείη Il.2.259
;σῆμα δ' οὐκ ἐπῆν κύκλῳ A. Th. 591
; in Prose mostly with Prep.,ἐπὶ τοῦ καταστρώματος ἐ. Hdt. 8.118
;ἐπὶ [τῷ ποταμῷ] πύλαι ἔπεισι Id.5.52
, cf. 7.176;ἐπὶ ταῖς οἰκίαις τύρσεις ἐπῆσαν X.An.4.4.2
: abs.,κώπη δ' ἐλέφαντος ἐπῆεν Od.21.7
, cf. 2.344, Il.5.127, A.Ag. 547, etc.2 to be upon, be set upon, of names,οὐκ ἔπεστι ἐπωνυμίη Περσέϊ Hdt.6.53
; soψεύδεσι σεμνὸν ἔπεστί τι Pi.N.7.23
;τοῖσι λόγοις σῶφρον ἔ. ἄνθος Ar.Nu. 1025
; to be attached,μελέτη δ' ἔπεστι παντί Anacreont.58.3
; ; esp. of rewards and penalties, ποινά, κέρδος ἐπέσται, A.Eu. 543 (lyr.), Ar.Av. 597;ἔπεστι νέμεσις S.El. 1467
; , cf. Pl.Lg. 943d: abs., Ταραντίνων οὐκ ἐπῆν ἀριθμός no count was taken, no number was attached, Hdt.7.170, cf. 191; to be at hand, be present,τίς τέρψις ἐπέσται; S.Aj. 1216
(lyr.);αἰσχύνη X.Cyr.6.2.33
;πιεῖν δὲ θάνατος οἶνον, ἢν ὕδωρ ἐπῇ Cratin.273
(s.v.l.); τὰ ἐπόντα accidents or characteristics, opp. τὸ ὑποκείμενον, Plot.2.4.10.II of Time, to be hereafter, remain,ἀλλ' ἔτι πού τις ἐπέσσεται Od.4.756
; to be at hand,οὐδέ τι δειλὸν γῆρας ἐπῆν Hes.Op. 114
; ἐπεσσόμενοι ἄνθρωποι generations to come, Orac. ap. Hdt.6.77, Epigr. ap. Aeschin. 3.184; ἐπεσσόμενοι alone, Theoc.12.11.III to be set over,τισί Hdt.7.96
, 8.71;ἔπεστί σφι δεσπότης νόμος Id.7.104
;τίς δὲ ποιμάνωρ ἔ.; A.Pers. 241
(troch.), cf. 555 (lyr.).IV to be added, be over and above, of numbers,χιλιάδες ἔπεισι ἐπὶ ταύτῃσι ἑπτά Hdt.7.184
, cf. 185; ἐπόντων τεσσάρων plus four, Arr.Tact.10.8; τὰ ἐπεσόμενα τούτοις (sc. προβάτοις) Arch.Pap.1.64 (ii B.C.).------------------------------------A ibo) inf. ἐπιέναι, serving in [dialect] Att. as [tense] fut. of ἐπέρχομαι: [dialect] Ep. [ per.] 3sg. [tense] impf.ἐπήϊεν Il.17.741
; [ per.] 3pl.ἐπήϊσαν Od.11.233
,ἐπῇσαν 19.445
; [dialect] Att. ἐπῇα, [ per.] 3pl. ἐπῇσαν: ἐπιείσομαι, -εισαμένη (qq. v.) belong to a different word:1 of persons, come upon, approach, Od. 16.42, etc.b mostly in hostile sense, come against, attack, c. dat., Il. 13.482, etc.;τῷ λόφῳ ἐ. Th.4.129
; in Prose also with Preps., ἐ. ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα, ἐπὶ τοὺς ἀδικοῦντας, Hdt.7.157, Th.1.86 (v.l. πρός), etc.;πρὸς τὸ τεῖχος Id.7.4
: abs.,Αἰνείαν ἐπιόντα Il.13.477
, cf. 5.238;ἐπάγοντες ἐπῇσαν Od.19.445
; οἱ ἐπιόντες the invaders, assailants, Hdt.4.11, etc.; by assault,D.
1.21; but ὁ ἐπιών in Trag., = ὁ τυχών, the first comer, , cf. OC 752.c get on the βῆμα to speak, v.l. for παριέναι in Th.1.72; come on, of performers, dub. l. in X.An.6.1.11.2 of events, come upon or over one, overtake, c. acc.,πρίν μιν καὶ γῆρας ἔπεισιν Il.1.29
(butἔπειμι γῆρας ἔς τε τὸν μόρσιμον αἰῶνα Pi.I.7(6).41
); : c. dat., come near,ὀρυμαγδὸς ἐπήϊεν ἐρχομένοισιν Il.17.741
; δεινῶν ἐπιόντων πᾶσι Ἕλλησι threatening them, Hdt.7.145: abs.,χειμὼν ἐπιών Hes.Op. 675
; , cf. X.Mem.4.3.14, An.5.7.12; τὸ ἐπιόν the (madness) which threatens me, Pl.Phdr. 238d.b c. dat. pers., come into one's head, occur to one, εἰ καὶ ἐπίοι αὐτῷ λέγειν if it so much as occurred to him to say.., Id.R. 388d, cf. 558a;ὅ τι ἂν ἀπὸ ταὐτομάτου ἐπίῃ μοι X.Mem.4.2.4
;ἂν.. ὑμῖν ἐπίῃ σκοπεῖν D.21.185
: abs., what occurs to one,Pl.
Phdr. 264b.II of Time, come on or after: mostly in part. ἐπιών, οῦσα, όν, following, succeeding, instant, ἡ ἐπιοῦσα ἡμέρα the coming day, Hdt.3.85, Ar.Ec. 105, Pl.Cri. 44a;ἡ 'πιοῦσα λαμπὰς θεοῦ E.Med. 352
; ἡ ἐπιοῦσα (sc. ἡμέρα) Plb.2.25.11, LXXPr.27.1, Act.Ap.16.11;τῆς ἐ. νυκτός Pl.Cri. 46a
;τῇ ἐ. νυκτί Act.Ap.23.11
;ὁ ἐ. βίοτος E.Or. 1659
;τοῦ ἐ. χρόνου Pl.Lg. 769c
;ἐν τῷ ἐ. χρόνῳ X.Cyr. 2.1.23
;ἡ ἐ. ὥρα τοῦ ἔτους D.8.18
;εἰς τὴν ἐ. ἐκκλησίαν Id.21.162
, IG 22.717.16;εἰς τὴν ἐ. Πυλαίαν D.18.151
; τοὐπιόν the future, E.Fr.1073.6;τῆς ἐ. ἐλπίδος Ar.Th. 870
;περὶ τῶν ἐπιόντων D.Ep.4.3
; τῶν ἐ. ἕνεκα because of the consequences, Id.19.258.2 generally, come after, succeed,κύματα.. βάντ' ἐπιόντα τε S.Tr. 115
(lyr.); ὁ ἐπιών the successor, Id.OC 1532; ; τὰ ἐπιόντα the words which follow, Id.Prt. 344a, cf. Sph. 257c.3 rarely, pass, elapse,ἐπιόντος τοῦ χρόνου Id.Ti. 44b
.III go over a space, traverse, visit,ἀγρόν Od.23.359
;χώρους Hdt.5.74
; of an officer,ἐ. πύλας E.Ph. 1164
;τὸ στράτευμα Th.7.78
, etc.2 go over, i.e. count over,φώκας.. ἀριθμήσει καὶ ἔπεισιν Od.4.411
; think over,τῇ μνήμῃ ἕκαστα Luc.Herm.1
; read, Hld.2.6.
См. также в других словарях:
Φωκάς — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Σινώπης. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο επί Τραϊανού (98 117). Η μνήμη του τιμάται στις 22 Σεπτεμβρίου. 2. Μαρτύρησε με σπαθί, μαζί με τον Έρμυλο, σε άγνωστο τόπο και χρόνο. Η μνήμη του… … Dictionary of Greek
Φωκάς — ο κύρ. όνομα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Φωκᾶς — Φωκεύς Phocian masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωκᾶς — φωκεύς Phocian masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φώκας — φώκᾱς , φώκη seal fem acc pl φώκᾱς , φώκη seal fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φωκάς, Γεράσιμος — (1860 – 1937). Έλληνας χειρουργός από την Κεφαλονιά. Μετά τις σπουδές του στο Παρίσι χρημάτισε υφηγητής της ιατρικής σχολής της γαλλικής πρωτεύουσας (1882 85) και το 1889 διορίστηκε έκτακτος καθηγητής της χειρουργικής στο πανεπιστήμιο της Λίλης.… … Dictionary of Greek
Φωκάς, Δημήτριος — (Αθήνα 1886 – 1966). Έλληνας αξιωματικός του πολεμικού ναυτικού. Αποφοίτησε από τη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων ως σημαιοφόρος (1905) και πήρε μέρος ως ανθυποπλοίαρχος στους Βαλκανικούς πολέμους (1912 13) και από το 1917 ως υποπλοίαρχος στον A’… … Dictionary of Greek
Φωκάς, Ιωάννης — I (Απόστολος Βαλεριανός, Eλιός, Κεφαλονιά α’ μισό 16ου αι. – 1602;). Έλληνας θαλασσοπόρος και εξερευνητής. Εργάστηκε επί 40 χρόνια ως πλοηγός (piloto) στην υπηρεσία των Ισπανών στις δυτικές Ινδίες, όπου απέκτησε υπολογίσιμη περιουσία, την οποία… … Dictionary of Greek
Φωκάς, Οδυσσέας — (Μολδαβία 1865 – Αθήνα 1946). Ζωγράφος. Σπούδασε στο Εξ αν Προβάνς της Γαλλίας και στο Παρίσι νομικά. Ταυτόχρονα σπούδασε ζωγραφική. Εγκαταστάθηκε το 1885 στην Αθήνα, με διακοπή 3 ετών, (1907 10), που έζησε στη Ρουμανία. Συνεργάστηκε αρχικά με το … Dictionary of Greek
Άγιος Φωκάς — I Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 50 κάτ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μονεμβασιάς. II Τοπωνύμια του ελλαδικού χώρου. 1. Μικρό νησί στην ανατολική παραλία της Επιδαύρου Λιμηράς, 8 μίλια… … Dictionary of Greek
Κοσμετάτος-Φωκάς, Γεώργιος — (Αργοστόλι 1876 – 1973). Γιατρός, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Σπούδασε ιατρική στη Γαλλία. Το 1905 διορίστηκε υφηγητής οφθαλμολογίας και το 1919 έκτακτος καθηγητής ιστολογίας και εμβρυολογίας. Το 1931 κατέλαβε τη θέση του τακτικού καθηγητή… … Dictionary of Greek