Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

φώκας

См. также в других словарях:

  • Φωκάς — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Σινώπης. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο επί Τραϊανού (98 117). Η μνήμη του τιμάται στις 22 Σεπτεμβρίου. 2. Μαρτύρησε με σπαθί, μαζί με τον Έρμυλο, σε άγνωστο τόπο και χρόνο. Η μνήμη του… …   Dictionary of Greek

  • Φωκάς — ο κύρ. όνομα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Φωκᾶς — Φωκεύς Phocian masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωκᾶς — φωκεύς Phocian masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φώκας — φώκᾱς , φώκη seal fem acc pl φώκᾱς , φώκη seal fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φωκάς, Γεράσιμος — (1860 – 1937). Έλληνας χειρουργός από την Κεφαλονιά. Μετά τις σπουδές του στο Παρίσι χρημάτισε υφηγητής της ιατρικής σχολής της γαλλικής πρωτεύουσας (1882 85) και το 1889 διορίστηκε έκτακτος καθηγητής της χειρουργικής στο πανεπιστήμιο της Λίλης.… …   Dictionary of Greek

  • Φωκάς, Δημήτριος — (Αθήνα 1886 – 1966). Έλληνας αξιωματικός του πολεμικού ναυτικού. Αποφοίτησε από τη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων ως σημαιοφόρος (1905) και πήρε μέρος ως ανθυποπλοίαρχος στους Βαλκανικούς πολέμους (1912 13) και από το 1917 ως υποπλοίαρχος στον A’… …   Dictionary of Greek

  • Φωκάς, Ιωάννης — I (Απόστολος Βαλεριανός, Eλιός, Κεφαλονιά α’ μισό 16ου αι. – 1602;). Έλληνας θαλασσοπόρος και εξερευνητής. Εργάστηκε επί 40 χρόνια ως πλοηγός (piloto) στην υπηρεσία των Ισπανών στις δυτικές Ινδίες, όπου απέκτησε υπολογίσιμη περιουσία, την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Φωκάς, Οδυσσέας — (Μολδαβία 1865 – Αθήνα 1946). Ζωγράφος. Σπούδασε στο Εξ αν Προβάνς της Γαλλίας και στο Παρίσι νομικά. Ταυτόχρονα σπούδασε ζωγραφική. Εγκαταστάθηκε το 1885 στην Αθήνα, με διακοπή 3 ετών, (1907 10), που έζησε στη Ρουμανία. Συνεργάστηκε αρχικά με το …   Dictionary of Greek

  • Άγιος Φωκάς — I Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 50 κάτ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μονεμβασιάς. II Τοπωνύμια του ελλαδικού χώρου. 1. Μικρό νησί στην ανατολική παραλία της Επιδαύρου Λιμηράς, 8 μίλια… …   Dictionary of Greek

  • Κοσμετάτος-Φωκάς, Γεώργιος — (Αργοστόλι 1876 – 1973). Γιατρός, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Σπούδασε ιατρική στη Γαλλία. Το 1905 διορίστηκε υφηγητής οφθαλμολογίας και το 1919 έκτακτος καθηγητής ιστολογίας και εμβρυολογίας. Το 1931 κατέλαβε τη θέση του τακτικού καθηγητή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»