Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

φυσακτήρ

См. также в других словарях:

  • φυσακτήρ — ῆρος, ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἄρτος ποιός τις ποπανώδης». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη λ. φῦσα «φυσερό, πνοή, φύσημα» και έχει πιθ. σχηματιστεί μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *φυσάζω] …   Dictionary of Greek

  • φυσίκιλλος — ὁ, Α (λακων. τ.) είδος ψωμιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τη λ. φῦσα «φυσερό, πνοή, φύσημα» (πρβλ. και φυσακτήρ «είδος ψωμιού»)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»