-
1 φρουρών
φρουράlook-out: fem gen plφρουρέωkeep watch: pres part act masc nom sg (attic epic doric)φρουρόςwatcher: masc gen pl -
2 φρουρῶν
φρουράlook-out: fem gen plφρουρέωkeep watch: pres part act masc nom sg (attic epic doric)φρουρόςwatcher: masc gen pl -
3 φρουρά
A look-out, watch, guard, as a duty, A.Ag.2, Hdt.2.30, IG12.3.26, etc.;ἐς φ. δόμων E.Or. 1252
;φρουρὰν ἐτάξαντ' ἐν δόμοις Id.Andr. 1099
; φρουρὰν ἄζηλον ὀχήσω shall keep unenviable watch, A.Pr. 143 (anap.); ὄμματος φρουρά my watchful eye, S.Tr. 226; φρουρᾶς ᾄδων singing while on guard, to keep oneself awake or while away the time, Ar.Nu. 721 (anap.);τοῖς.. πιστοτέροις.. διετέτακτο ἡ φ. Pl.Criti. 117d
.2 a watch of the night,ἡ νυκτερινὴ φ. Hdn.3.11.6
; v.l. in E.Rh.5 (anap.).II of persons set to watch, guard, garrison, Hdt.6.26, 7.59, A.Ag. 301, Th.3.51, IG22.28.14, etc.; esp. of frontier-posts, X.HG6.5.24, etc.;στρατειῶν καὶ φρουρῶν Lys.16.18
; ἐξήλθομεν εἰς Πάνακτον φρουρᾶς προγραφείσης being ordered on garrison-duty, D.54.3; ;φρουρὰν ὑποδέχεσθαι Id.58.38
.2 at Sparta, a body of men destined for service, φρουρὰν φαίνειν proclaim or order out a levy, 'call out the ban', of the ephors and kings, X.HG 3.2.23, 6.4.17; ἐπί τινας ib.4.7.1, etc.; εἰδότες φρουρὰν πεφασμένην ἐφ' ἑαυτούς ib.5.1.29; φ. ἐξάγειν ib.2.4.29. -
4 φρουρέω
A : [tense] fut.- ήσω A.Pr.31
, etc.: [tense] aor.ἐφρούρησα Hdt.2.30
, etc.:—[voice] Med., [tense] fut. - ήσομαι in pass. sense, E. Ion 603:—[voice] Pass., [tense] aor. ἐφρουρήθην ib. 1390: [tense] pf.πεφρούρημαι Hp.Ep. 23
(Ps.-Democr.), ([etym.] δια-) A.Fr. 265: ([etym.] φρουρός):— keep watch or guard,ἐν Ἐλεφαντίνῃ Hdt.
l.c., cf. 9.106, IG12.99.21, OGI38.1 (iii B. C.), etc.; of ships, φ. περὶ Ναύπακτον or ἐν Ναυπάκτῳ, Th.2.80,83; φ. ἐπί τινι to keep watch over.., E.Alc.35 (anap.); οἱ φρουροῦντες the guardians, Pl.Lg. 763d; συνάπτειν.. φρουροῦντας.. φρουροῦσι ib. 758b; prov.,ἐν παντὶ.. σκορπίος φ. λίθῳ S.Fr.37
; generally, 'keep a sharp look-out', Id.Tr. 915.II trans., watch, guard,τὴν χώρην Hdt.3.90
;τὴν γέφυραν Id.4.133
;τὴν ἀτραπόν Id.7.217
; ;σὲ δαίμων.. φρουρήσας τύχοι S.OT 1479
; τὴν Ποτείδαιαν φ. garrison it, Th.3.[17], cf. X.Cyr.6.1.17, etc.; φυλακαῖσι φ. σῶμ' Ὀδυσσέως set a watch over.. E.Cyc. 690: metaph., φ. πέτραν keep watch over it, of Prometheus, A.Pr.31; στόμα εὔφημον φρουρεῖν ἀγαθόν keep silence, E. Ion98 (anap.);ἡ εἰρήνη τοῦ θεοῦ.. φρουρήσει τὰς καρδίας ὑμῶν Ep.Phil.4.7
:—[voice] Pass., to be watched or guarded, Hdt.7.203, A.Eu. 218, S.OC 1013, E.Hec. 995, etc.: of the watch kept by besiegers, .b hold in subjection, opp. παραφυλάττειν, Plb.18.4.6.c Astrol., occupy, in [voice] Pass., Vett.Val.106.18.2 watch for, observe,φρουρῶν τόδ' ἦμαρ E.Alc.27
;φ. ὄμμα ἐπὶ σῷ.. καιρῷ S.Ph. 151
(lyr.); φ. χρέος to be observant of one's duty, Id.El.74.III [voice] Med., to be on one's guard against, beware of, c. acc.,φρουρούμενος βέλεμνα E.Andr. 1135
:—[voice] Act. also in the same sense,ἐφρούρει μηδὲν ἐξαμαρτάνειν Id.Supp. 900
; φ. ὅπως or ὅπως ἂν .., with subj., S.El. 1402, E.Hel. 742; φ. μή .., with subj., Id.El. 1139.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φρουρέω
См. также в других словарях:
φρουρῶν — φρουρά look out fem gen pl φρουρέω keep watch pres part act masc nom sg (attic epic doric) φρουρός watcher masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… … Dictionary of Greek
Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
φυλακή — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ.), στην πρώην επαρχία Αποκορώνου, του νομού Χανίων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (4 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας οικισμός, τα Δράμια (υψόμ. 50 μ.). * * * η, ΝΜΑ, και ιδιωμ. τ. φλακή Ν [φύλαξ, ακος]… … Dictionary of Greek
αποικιοκρατία — Ο όρος αποικία, με το σύγχρονο περιεχόμενό του, σημαίνει μια εδαφική μονάδα έξω από τα γεωγραφικά όρια ενός κράτους, προς το οποίο συνδέεται με δεσμούς εξάρτησης τόσο στο διοικητικό όσο και στο οικονομικό πεδίο. Η ιστορία της δημιουργίας αποικιών … Dictionary of Greek
αφυλαξία — (I) ἀφυλαξία, η (Α) [αφύλακτος] 1. αμέλεια ως προς τη φύλαξη 2. αμέλεια, αδιαφορία 3. έλλειψη ή απουσία φυλάκων, φρουρών. (II) η η αναφυλαξία* … Dictionary of Greek
ερημοτελωνία — ἐρημοτελωνία, ἡ (Α) 1. φόρος για τη συντήρηση τής φρουράς τών συνόρων που βρίσκονταν στην έρημο, βλ. ερημοφυλακία 2. το στρατιωτικό σώμα τών φρουρών τής ερήμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερημο (< έρημος*) + τελωνία] … Dictionary of Greek
εφοδεία — η (Α ἐφοδεία και μτγν. και ἐφοδία) [εφοδεύω] 1. απρόοπτη επίσκεψη, επιθεώρηση φρουρών, έφοδος αξιωματικού για επιθεώρηση φρουράς, κυρίως σε νυκτερινές ώρες 2. φυλακή, φρούρηση, περιπολία 3. γεν. επιθεώρηση … Dictionary of Greek