-
1 φρίκη
φρίκη, ἡ, 1) Unebenheit, Rauhheit. – 2) Schauder, Plat. Phaedr. 251 a; bes. Fieberschauder, Fieberfrost, φρίκη ἐν ῥέϑεϊ σκηρίπτεται Nic. Ther. 721; – auch übtr., die mit heiligem Schauer verbundene Ehrfurcht vor der Gottheit, τοίαν φρίκην παρέχεις μοι Soph. O. R. 1306; Her. 6, 134; πᾶσι φρίκην πρὸς τὸ ϑεῖον ἐγγίγνεσϑαι Xen. Cyr. 4, 2,15; τρομερά Eur. Troad. 185.
-
2 φρικη
дор. φρίκᾱ (ῑ) ἥ1) рябь, зыбь(ἐν γαλήνῃ φ. ὑποτρέχουσα Plut.)
2) дрожание, дрожь Plat., Arst.3) трепет, страх Her., Xen., Plat., Plut.φρίκην παρέχειν τινί Soph. — приводить кого-л. в трепет;
φρίκᾳ τινός Eur. — из страха перед кем-л. -
3 φρίκη
-
4 φρίκη
φρίκη, ης, ἡ (Soph., Hdt.+; SIG 1239, 19; Am 1:11) trembling caused by fear, a shudder (Eur. et al.; Plut., Arat. 32, 2; Job 4:14; TestSol 18:19 P; Jos., Bell. 5, 565; 6, 123) Hv 3, 1, 5 (w. τρόμος, as in the Job pass., also Philo, Leg. ad Gai. 267).—DELG s.v. φρίξ. Sv. -
5 φρίκη
η ужас, страх; кошмар;προκαλώ ( — или προξενώ) (τη) φρίκη — приводить в ужас, в содрогание;
νοιώθω φρίκη — приходить в ужас, ужасаться;
κυριευμένος από τη φρίκη — объятый ужасом;
με πιάνει φρίκη — меня охватывает ужас;
είναι φρίκη να την βλέπεις — смотреть на 'неё страшно;
με φρίκη — с ужасом;
(είναι) φρίκη! — или τί φρίκη! — какой ужас!
-
6 φρίκη
φρί̱κη, φρίκηshuddering: fem nom /voc sg (attic epic ionic)φρί̱κη, φρῖκοςshivering: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)φρί̱κη, φρῖκοςshivering: neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)——————φρί̱κῃ, φρίκηshuddering: fem dat sg (attic epic ionic) -
7 φρίκη
φρῑκ-η, ἡ,A shuddering, shivering, Hp.Aph.5.61; a mild form of ῥῖγος, Id.Morb.1.24, al.: cold fit before fever, Pl.Phdr. 251a (metaph.,Id.R. 387c), Thphr.Ign. 74, Nic.Th. 721;φρ (ε) ίκη καὶ πυρετός IG3.1424.19
(Tab.Defix.), Sor. 1.27: pl., Arist.Pr. 863b21.2 shivering fear, shuddering, esp. from religious awe,φρίκης αὐτὸν ὑπελθούσης Hdt.6.134
;τοίαν φ. παρέχεις μοι S.OT 1306
(anap.);ὀρθόκερως φ. Id.Fr. 875
, cf. X.Cyr.4.2.15: generally, shivering fear of any kind, horror,φρίκᾳ τρομερὰν φρένα E.Ph. 1284
(lyr.);ἐκπληχθεῖσα φρίκᾳ Id.Tr. 183
(lyr.);φρίκᾳ ματρός Id. Ion 898
(lyr.);μεγάλην ἐμποιεῖ φ. Phld.Ir.p.19
W.;ἀγωνία καὶ φ. Plu.Mar.43
;φ. καὶ φόβος Id.Pel.27
;φ. καὶ δέος Jul.
ad Them. 253b;φρίκῃ καὶ σιωπῇ κατεχόμενον τὸ θέατρον Plu.Marc.20
.3 = φρίξ 1,ἀκύματος πορθμὸς ἐν φρίκῃ γελᾷ Trag.Adesp.336
;ἐν γαλήνῃ φρίκης ὑποτρεχούσης Plu.2.921f
;τὴν θάλατταν φ. κατέχει Alciphr.1.10
;ἐπ' ἄκρᾳ τῇ φ. τῆς θαλάττης Ael.NA16.19
.II frost, chill,φ. περὶ τὸν ὄρθρον γέγονε Gell.17.8.7
. -
8 φρίκῃ
Βλ. λ. φρίκη -
9 φρίκη
-ης + ἡ N 1 0-0-1-1-0=2 Am 1,11; Jb 4,14shuddering fear Jb 4,14; shivering anger Am 1,11 Cf. PRIJS 1948, 49 -
10 φρίκη
[фрики] ουσ θ ужас, содрогание. -
11 φρίκη
atrocité -
12 φρίκη
okropność (f) rzecz. -
13 φρίκη
hrůza -
14 φρίκη
1) disgust2) horrorΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > φρίκη
-
15 φρικα
-
16 φριξ
ῑκός ἥ1) дрожание, волнение, рябь, зыбьὑπὸ φρικὸς Βορέω Hom. — из поднятых Бореем волн;
ἐχεύατο πόντον ἔπι φ. Hom. — море покрылось зыбью;θάλασσα φρικὴ χαρασσομένη Anth. — подернутое зыбью море2) вставание или стояние дыбомφρικὴ μαλλὸν ὀρθώσας Babr. — ощетинившись
-
17 φρίκα
φρί̱κᾱ, φρίκηshuddering: fem nom /voc /acc dualφρί̱κᾱ, φρίκηshuddering: fem nom /voc sg (doric aeolic)φρί̱κᾱ, φρῖκοςshivering: neut nom /voc /acc pl (doric aeolic) -
18 φρίκας
φρί̱κᾱς, φρίκηshuddering: fem acc plφρί̱κᾱς, φρίκηshuddering: fem gen sg (doric aeolic) -
19 πτυρμός
πτυρμός, ὁ, das Scheuwerden, der Schrecken, πτοίησις, φρίκη, VLL.
-
20 σκηρίπτω
σκηρίπτω, stützen, stämmen, steifen, wie σκήπτω, ἐνὶ γαίῃ χηλὰς σκηρίπτοντε, Ap. Rh. 2, 666; – med. sich stützen, lehnen, σκηριπτόμενος χερσίν τε ποσίν τε, Od. 11, 595, mit Händen u. Füßen angestämmt; δὸς δέ μοι ῥόπαλον σκηρίπτεσϑαι, 17, 196, gieb mir einen Knittel, mich darauf zu stützen; Nic. Ther. 721 vrbdt φρίκη ἐν ῥέϑεϊ σκηρίπτεται.
См. также в других словарях:
φρίκη — η 1. ρίγος, ανατρίχιασμα, αίσθημα φόβου ή αποτροπιασμού το οποίο νιώθει αυτός που βλέπει ή ακούει κάτι τρομακτικό ή απάνθρωπο: Ερμιά, θάνατος και φρίκη όπου επέρασες κι εσύ (Δ. Σολωμός). 2. πράξη που προκαλεί τη φρίκη, πράγμα φριχτό, αποτρόπαιο:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φρίκη — η, ΝΜΑ δέος, φόβος, τρόμος που νιώθει κανείς όταν βλέπει ή ακούει κάτι το τρομακτικό, το αποτρόπαιο (α. «ένιωσε φρίκη μπροστά στο φοβερό εκείνο θέαμα» β. «τῆς σφαγῆς φρίκην ἐμποιούσης τοῑς φίλοις», Διόδ.) νεοελλ. 1. συνεκδ. φρικαλέο πράγμα,… … Dictionary of Greek
φρίκη — φρί̱κη , φρίκη shuddering fem nom/voc sg (attic epic ionic) φρί̱κη , φρῖκος shivering neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) φρί̱κη , φρῖκος shivering neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρίκῃ — φρί̱κῃ , φρίκη shuddering fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρῖκαι — φρίκη shuddering fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορθόκερως — ο, η (Α ὀρθόκερως, ωτος) αυτός που έχει όρθια, ίσα, στητά κέρατα («ὀρθόκερως βοῡς», Αισχύλ.) αρχ. φρ. «ὀρθόκερως φρίκη» φρίκη λόγω τής οποίας σηκώνονται οι τρίχες και στέκονται σαν κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + κέρως (< κέρας, ατος), πρβλ.… … Dictionary of Greek
φρίκα — φρί̱κᾱ , φρίκη shuddering fem nom/voc/acc dual φρί̱κᾱ , φρίκη shuddering fem nom/voc sg (doric aeolic) φρί̱κᾱ , φρῖκος shivering neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρίκας — φρί̱κᾱς , φρίκη shuddering fem acc pl φρί̱κᾱς , φρίκη shuddering fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
гроза — укр. гроза, ст. слав. гроза φρίκη (Клоц.), болг. гроза, сербохорв. гро̀за трепет, ужас , словен. groza, чеш. hrůza, слвц. hrôza, польск. groza, в. луж. hroza. Сюда же грозить, грожу, ст. слав. грозити и т. д. Родственно лит. gražoju, gražoti… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
трепет — род. п. а, укр. трепет – то же, трепета осина, Рорulus tremula L. , ст. слав. трепетъ τρόμος, φρίκη (Клоц., Супр.), болг. трепет, сербохорв. тре̏пе̑т, словен. trepèt, род. п. ẹta, польск. trzpiot, в. луж. třepjet, třероt. Отсюда трепетать,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Africa — For other uses, see Africa (disambiguation). Africa Africa Area … Wikipedia