-
1 νοιώθω
-
2 άσχημα
επίρρ. плохо;είμαι ( — или νοιώθω) άσχημα — мне плохо, я плохо себя чувствую;
-
3 κόμπος
ο1) узел, узелок;δένω κόμπο — завязывать узел;
λύνω τον κόμπο — а) развязывать узел; — б) разрешить вопрос;
2) затверделость; мозоль;3) перен. ком (в горле и т. п.);μ' επιασε κόμπος — ком подкатил у меня к горлу;
νοιώθω έναν κόμπο στην καρδιά — я чувствую, как у меня подкатило к серд- цу;
4) см. κομπόδεμα 2;5) капля, чуточка;δεν έχει κόμπο μυαλό — у него нет ни капли здравого смысла;
δεν έμεινε ούτε κόμπος κρασί — не осталось ни капли вина;
6) бот. узел; сучок;7) мор. узел (мера скорости);§ τό δένω κόμπο — а) ждать обещанного; — б) верить на слово;
εδώ είναι ο κόμπος — вот в чём загвоздка;
δέσε κόμπο στο μαντήλι — завяжи узелок на память; — не забывай;
έφτασε ( — или ήλθε) ο κόμπος στο χτένι — дело зашло в тупик
-
4 νιώθω
см. νοιώθω -
5 συμπάθεια
η1) симпатия, расположение, влечение;προκαλώ συμπάθεια — вызывать симпатию;
τρέφω συμπάθεια προς... — питать симпатию к...;
αίσθάνομαι ( — или νοιώθω) συμπάθεια γιά... — чувствовать симпатию к...;
2) благожелательность, расположение; благоволение (уст.);τό βιβλίο του έγινε δεκτό με πολλή συμπάθεια απ' τούς κριτικούς — критики отнеслись к его книге очень благожелательно;
3) сочувствие, сострадание;4) симпатия (разг шутл. — о человеке);αυτή η ξανθούλα είναι η συμπάθειά μου — эта блондинка — моя симпатия
-
6 φρίκη
η ужас, страх; кошмар;προκαλώ ( — или προξενώ) (τη) φρίκη — приводить в ужас, в содрогание;
νοιώθω φρίκη — приходить в ужас, ужасаться;
κυριευμένος από τη φρίκη — объятый ужасом;
με πιάνει φρίκη — меня охватывает ужас;
είναι φρίκη να την βλέπεις — смотреть на 'неё страшно;
με φρίκη — с ужасом;
(είναι) φρίκη! — или τί φρίκη! — какой ужас!
См. также в других словарях:
νοιώθω — βλ. νιώθω … Dictionary of Greek
νιώθω — και νοιώθω 1. αντιλαμβάνομαι με τον νου, καταλαβαίνω, εννοώ («όσο και να διαβάζει, δεν νιώθει τίποτα») 2. έχω ειδικές γνώσεις σχετικά με κάτι, γνωρίζω («δεν νιώθει από ζωγραφική») 3. συναισθάνομαι («μού είπε τον πόνο του και τόν ένιωσα») 4.… … Dictionary of Greek
Μπορζόφ, Βαλερί — (1949 ). Ολυμπιονίκης. Ο Βαλερί Μπορζόφ γεννήθηκε στις 20 Οκτωβρίου του 1949 στο Σαμπίρ, μια μικρή πόλη της Ουκρανίας, η οποία ανήκε τότε στη Σοβιετική Ένωση. Σε ηλικία 20 ετών θεωρούνταν ήδη ο κορυφαίος σπρίντερ στη χώρα του και ένας από τους… … Dictionary of Greek
Παρθένης, Κωνσταντίνος — (Αλεξάνδρεια, Αίγυπτος 1878 – Αθήνα 1967). Έλληνας ζωγράφος, ο κυριότερος αναμορφωτής της νεοελληνικής ζωγραφικής στο πρώτο μισό του αιώνα μας. Μετά τις αρχικές σπουδές στην Αλεξάνδρεια συνέχισε τη ζωγραφική του εκπαίδευση στη Ρώμη και στη Βιέννη … Dictionary of Greek
σημαντική ή σημασιολογία — Γενική θεωρία και ιστορική μελέτη της σημασίας των λέξεων. Η σ. πήρε το όνομά της από το Μισέλ Μπρεάλ που, το 1883, πρότεινε να ονομαστεί έτσι (γαλλικά semantique από τη ρίζα του ελληνικού ρήματος σημαίνω) το μέρος της γλωσσολογίας που αναφέρεται … Dictionary of Greek