Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τρομερά

См. также в других словарях:

  • τρομερά — τρομερός trembling neut nom/voc/acc pl τρομερά̱ , τρομερός trembling fem nom/voc/acc dual τρομερά̱ , τρομερός trembling fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρομερᾶι — τρομερᾷ , τρομερός trembling fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρομεράν — τρομερά̱ν , τρομερός trembling fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρομεράς — τρομερά̱ς , τρομερός trembling fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρομερός — ή, ό / τρομερός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ος, Α αυτός που προξενεί τρόμο, φοβερός (α. «τρομερό θέαμα» β. «ἀλλ ἧ Κρονίου Πανὸς τρομερᾷ μάστιγι φοβεῑ;», Ευρ.) νεοελλ. 1. (συνεκδ. και μτφ.) α) πολύ μεγάλος, τεράστιος, ισχυρός («τρομερή μνήμη») β) (για… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • αινογένειος — αἰνογένειος, ον (Α) αυτός που έχει τρομερά σαγόνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰνὸς + γένειος < γένειον «το πιγούνι» < γένος] …   Dictionary of Greek

  • αινοπλήξ — αἰνοπλὴξ ( ῆγος), ο (Α) αυτός που προκαλεί τρομερό πλήγμα, που χτυπάει τρομερά «αἰνοπλὴξ ἔχιδνα» (Νικ. Θηρ. 517). [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰνὸς + πληξ < πλήττω] …   Dictionary of Greek

  • αινός — I Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Αρχαία πόλη της Θράκης (την αναφέρει ο Όμηρος) στις εκβολές του Έβρου, στην τουρκική σήμερα όχθη του. Φαίνεται πως πριν ακόμα από τη μυκηναϊκή εποχή είχε αποικιστεί από Αιολείς της κυρίως Ελλάδας και των νησιών. Τα… …   Dictionary of Greek

  • ατηρός — ἀτηρός, ά, όν (Α) Ι. 1. αυτός που έχει τυφλωθεί από την άτη, που ωθείται στην καταστροφή 2. ολέθριος, καταστρεπτικός 3. το ουδ. ως ουσ. «τὸ ἀτηρόν» καταστροφή, συμφορά II. επίρρ. ἀτηρῶς τρομερά, υπερβολικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < άτη (πρβλ. λυπηρός <… …   Dictionary of Greek

  • δεινόπους — δεινόπους, ουν (Α) αυτός που έχει τρομερά στην ταχύτητα πόδια, ο πολύ γρήγορος, («δεινόπους Ἀρά») …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»