-
1 φορβαδικός
A characteristic of the 'herd',ὅσον ἔνεστι τῇ ψυχῇ φ. καὶ ἀγελαῖον καὶ ἀξύνετον λόγου Plu.2.713b
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φορβαδικός
-
2 φορβαία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φορβαία
-
3 φορβάμων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φορβάμων
-
4 φόρβαντα
φόρβ-αντα· ἰατρικὰ φάρμακα, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φόρβαντα
-
5 φορβασία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φορβασία
-
6 φορβάς
A giving pasture or food, φ. γαῖα bounteous earth, S.Ph. 700 (lyr.); but φ. γῆ land that nourished me, Id.Fr. 300.II out at grass, grazing, φορβάδες ἵπποι, opp. τροφίαι (horses kept in the stable), Arist.HA 604a22; (lyr.);οἷον.. πώλους ἐν ἀγέλῃ νεμομένους φορβάδας τοὺς νέους κέκτησθε Pl.Lg. 666e
; ;σύες A.R. 2.1024
: abs., mare, Opp.C.1.386, Hippiatr.15, Epic. in BKT5(1).112.2 metaph. of women who support themselves by prostitution, Pi.Fr.122.15, S.Fr. 720, cf. Poll.7.203. -
7 φορβαῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φορβαῖος
-
8 φορβειά
φορβ-ειά, ἡ, ([etym.] φέρβω), written [full] φορβεά PCair.Zen.781.16 (iii B. C.), Sor.Fasc.14, al.; [full] φορβέα cod. Hsch.; also [full] φορβαία (q. v.):—A halter by which a horse is tied to the manger,τῆς ἐπιφατνιδίας φ. X.Eq.5.1
;περιεζῶσθαι τὴν φ. Arist.Pol. 1324b16
;οἱ ἵπποι ἀπὸ φορβειᾶς ἄγονται Str.15.1.52
; ἐκ φ. ἕλκειν [ὄνον] Luc.Asin.51.II mouthband of leather put like a halter round the lips of fifers or pipers, to assist them in regulating the sound, Ar.V. 582 (anap.), Plu.2.456b: hence φυσᾷ.. φορβειᾶς ἄτερ blows the pipes without this check, i. e. too loud, S.Fr. 768.III a bandage, Heliod. ap. Orib.48.39 tit., Sor.l.c., Paul.Aeg.6.92.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φορβειά
-
9 φορβή
φορβ-ή, ἡ,A pasture, food, in Hom. only of horses and asses, fodder, forage, Il.5.202, 11.562; of men,καρποὺς ἐς φ. κατατίθεσθαι Hdt.1.202
, cf.4.121, al.;πληρωθέντες φορβῆς καὶ οἴνου Id.1.211
, cf. S.Ph.43, 162 (anap.); of birds of prey,ὄρνισι φ. παραλίοις γενήσεται Id.Aj. 1065
, cf. Ar.Av. 348 (lyr.).2 metaph., fuel, AP5.238 (Paul.Sil.). -
10 φόρβια
φόρβ-ια· φάρμακα, οἱ δὲ φόρβα, Hsch. -
11 φόρβιον
φόρβ-ιον, τό, a plant,A Salvia Horminum, Gal.12.152; cf. φορμίον.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φόρβιον
-
12 φορβόν
-
13 φόρβον
φόρβ-ον· ἀπάνονα, Hsch. -
14 φόρβυτα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φόρβυτα
См. также в других словарях:
εμφορβιούμαι — ἐμφορβιοῡμαι ( όομαι) (Α) [φορβ(ε)ιά] τοποθετώ περιστόμιο για να παίξω αυλό (όπως έκαναν οι αυλητές) … Dictionary of Greek
εύφορβος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Πανθόου και της Φροντίδας. Πολέμησε γενναία στο πλευρό των Τρώων, τραυμάτισε τον Πάτροκλο αλλά τελικά σκοτώθηκε από τον Μενέλαο. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες του Παυσανία, ο Μενέλαος αφιέρωσε στον ναό της Ήρας στο Άργος … Dictionary of Greek
ορβιάζω — Α (σχετικά με ζώο) βάζω φορβειά, βάζω καπίστρι, καπιστρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < φορβ ειά «χαλινάρι» + κατάλ. ιάζω] … Dictionary of Greek
φορβάδα — η / φορβάς, άδος, ΝΜΑ η φοράδα μσν. αρχ. αυτός που παρέχει φορβή, ζωοτροφή («φορβάδος ἐκ γαίας», Σοφ.) αρχ. 1. (για άλογα και βόδια) (και για αρσ.) αγελαίος 2. μτφ. (για γυναίκα) πόρνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φορβ τής ετεροιωμένης βαθμίδας τού ρ.… … Dictionary of Greek
φορβή — η, ΝΜΑ τροφή για ζώα, ιδίως κατοικίδια, νομή, ζωοτροφή νεοελλ. (ιδίως) τροφή ζώων σε ξηρή μορφή, όπως λ.χ. άχυρο, σανός κ.ά. μσν. αρχ. καύσιμη ύλη («φορβῆς ἠπανίῃ ψύχεται αὐτομάτως», Ανθ. Παλ.) αρχ. 1. τροφή αρπακτικών πουλιών 2. είδος τροφής για … Dictionary of Greek
φορβασία — ἡ, Α φορβειά*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φορβ τής ετεροιωμένης βαθμίδας τού ρ. φέρβω* «τρέφω», κατά τα ουσ. σε ασία (πρβλ. ὑγρ ασία). Η ύπαρξη τού τ. παραμένει αμφίβολη] … Dictionary of Greek
φορβιά — η / φορβειά, ΝΜΑ, και φορβεά και κατά τον Ησύχ. φορβέα και δ. τ. φορβαία Α είδος δερμάτινου, συνήθως, χαλινού χωρίς στομίδα τών υποζυγίων, που χρησιμεύει για την πρόσδεσή τους στον στάβλο, το καπίστρι αρχ. 1. είδος δερμάτινου περιστομίου το οποίο … Dictionary of Greek
φορβόν — τὸ, Α (μόνον στον πληθ.) τὰ φορβά ζωοτροφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φορβ τής ετεροιωμένης βαθμίδας τού ρ. φέρβω* «τρέφω» + κατάλ. –ον τών ουδ. Ο τ. αντιστοιχεί στο θηλ. φορβή και απαντά στον πληθ. φορβά] … Dictionary of Greek
φορβώ — άω, Α (κατά τον Ησύχ.) βόσκω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φορβ τής ετεροιωμένης βαθμίδας τού ρ. φέρβω* «τρέφω», κατά τα συνηρημένα σε ῶ / άω] … Dictionary of Greek
φόρβαντα — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἰατρικὰ φάρμακα». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορβ τού ρ. φέρβω* «τρέφω» και πιθ. πρέπει να γραφεί φορβάν τὰ ἰατρικὰ φάρμακα] … Dictionary of Greek
φόρβιον — τὸ, Α 1. είδος φυτού τού γένους σάλθια, πιθανώς το όρμινο 2. στον πληθ. τὰ φόρβια (κατά τον Ησύχ.) «φάρμακα». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φορβ τής ετεροιωμένης βαθμίδας τού ρ. φέρβω* «τρέφω»] … Dictionary of Greek