-
1 φλυαρώ
[флиаро] р. болтать, пустословить.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φλυαρώ
-
2 φλυαρώ
[ταραχτιέτ" ρ τρίζω -
3 заболтать
ρ.σ.μ. (απλ.)1. ανακατεύω (για ρευστά).2. αρχίζω ν’ ανακατεύω.1. αρχίζω να ανακατεύομαι.2. αρχίζω να ταλαντεύομαι.ρ.σ. (απλ.) αρχίζω να φλυαρώ.φλυαρώ. || αρχίζω να φλυαρώ. -
4 болтать
-
5 болтать
болтать Iнесов1. (взбалтывать) ἀνακατώνω, ἀνακατεύω;2. (качать) κινώ, σείω, κουνῶ:\болтать ногами κινώ (или κουνώ) τά πόδια μου.болтать IIнесов (говорить) φλυαρώ, πολυλογώ:\болтать вздор μωρολογώ, λέω ἀνοησίες; \болтать без умолку φλυαρώ ἀσταμάτητα; \болтать с кем-л. κουβεντιάζω μέ κάποιον. -
6 наговорить
наговоритьсов1. λέγω πολλά, ἀραδιάζω κουβέντες, φλυαρώ:\наговорить лишнего λέγω περιττά λόγια, φλυαρῶ·2. (наклеветать) разг συκοφαντώ, διαβάλλω. -
7 болтать
болтать 1ρ.δ.1. μ. ανακατώνω, -εύω, κουνώ•болтать лекарство ανακατεύω το φάρμακο (κουνώντας το).
2. αιωρώ, ταλαντεύω, κουνώ στον αέρα•-ногами αιωρώ τα πόδια.
1. ανακατεύομαι.2. αιωρούμαι, ταλαντεύομαι, κουνιέμαι στον αέρα.3. περιφέρομαι άσκοπα.болтать 2ρ.δ.1. φλυαρώ, πολυλογώ, αεροκοπανίζω•болтать вздор λέγω ένα σωρό ανοησίες•
без умолку φλυαρώ ασίγαστα (ακατάπαυστα).
2. (για ξένη γλώσσα) μιλώ ελεύθερα•болтать по-русски μιλώ ελεύθερα τα ρωσικά.
εκφρ.болтать языком – γλωσσοκοπανώ, γλωσσαλγώ, με πιάνει, γλωσσοδιάρροια. -
8 наболтать
ρ.σ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наболтанный, βρ: -тан, -а, -оπροσθέτω ανακατεύοντας•наболтать яиц в молоко ανακατεύω αυγά στο γάλα.
ρ.σ.1. φλυαρώ πολύ, λογοκοπώ, πολυλογώ.2. (απλ.) διαβάλλω, συκοφαντώ, αδικοβγάζω.φλυαρώ κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
9 натараторить
-
10 проболтать
ρ.σ.1. ανακατώνω (για ένα χρον. διάστημα).2. αιωρώ. κουνώ, ταλαντεύω.χασομερώ•проболтать весь день χασομερώ όλη τη μέρα.
ρ.σ.1. φλυαρώ (για ένα χρον. διάστημα).2. φλυαρώντας αποκαλύπτω μυστικό.φλυαρώ• -
11 протараторить
ρ.σ.1. λογοκοπώ, φλυαρώ.2. λογοκοπώ, φλυαρώ (για ένα χρον. διάστημα). -
12 разболтать
ρ.σ.μ.1. ανακατώνω, αναταράσσω, κουνώ• αναμιγνύω.2. ξεσφίγγω, χαλαρώνω, (ξε)λασκάρω•разболтать гайку χαλαρώνω το παξιμάδι (περικόχλιο).
1. ανακατώνομαι, αναμιγνύομαι• αναταράσσομαι, κουνιέμαι,2. ξεσφίγγομαι, χαλαρώνω, -ομαι κλπ. ρ. ενεργ.φ;ρ.σ. φλυαρώ, αποκαλύπτω μυστικό φλυαρώντας.φλυαρώ. -
13 трепать
треплю, треплешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. трпанный, βρ: -пан, -а, -оρ.δ.μ.1. τραβώ, κουνώ, τινάζω• σείω ελαφρά. || τραβώ•трепать за уши τραβώ από τα αυτιά•
трепать за волосы τραβώ από τα μαλλιά.
|| τραβώ δυνατά (γιαξέ-σχισμα). || χτυπώ δυνατά, μανιασμένα (για άνεμο, κύματα κ.τ.τ.).2. ταράζω, τρεμουλιάζω, παραδέρνω•его -лет малярия τον ταράζει η ελονοσία•
е -ла лихорадка την τάραζε ο μεγάλος πυρετός.
3. κουρελιάζω, καταρρακώνω• φθείρω, χαλνώ (για ενδύματα, υποδήματα).4. επαναλαβαίνω συχνά, υπενθυμίζω τακτικά, ανα-μασσώ, παλιλογώ, αναμηρυκάζω.5. μτφ. αερο-κοπανώ, αερολογώ, γλωσσοκοπανώ, φλυαρώ.6. κοπανώ (λινάρι, καννάβι).1. ανεμίζω, κυματίζω.2. κουρελιάζω, καταρρακώνομαι, καταστρέφομαι, χαλνώ.3. τριγυρίζω, περιφέρομαι, στριφογυρίζω.4. (απλ.) αεροκοπανώ, αερολογώ, γλωσσοκοπανώ, φλυαρώ.5. τραβιέμαι, κουνιέμαι, σείομαι.6. παραδέρνω. -
14 выбалтывать
выбалтыватьнесов διαδίδω, φλυαρώ, ἀκριτομυθῶ:\выбалтывать секрет μαρτυρώ, ἀφήνω νά μοῦ ξεφύγει μυστικό. -
15 проболтать
проболта||тьсов разг φλυαρώ, πολυλογώ:он \проболтатьл весь уро́к φλυαροῦσε ὅλη τήν ῶρα τοῦ μαθήματος. -
16 пустословить
пустослов||итьнесов разг κενολογώ, ματαιολογώ, φλυαρώ, ἀερολογώ. -
17 разбалтывать
разбалтывать Iнесов (размешивать) разг ἀνακατεύω, ἀνακατώνω, ἀναμιγνύω/ διαλύω (растворять).разбалтывать IIнесов (разглашать) разг φλυαρώ (μετ.)/ φανερώνω (секрет, тайну). -
18 разбалтываться
разбалтываться Iнесов1. (размешиваться от взбалтывания) разг διαλύομαι (σέ ὑγρό)·2. (о винте, болте и т п.) χαλαρώνω, χαλαρώνομαι, λασκάρω·3. перен χαλαρώνω, ἀτονώ, ἀποδιοργανώνομαι, ξεχαρβαλώνομαι.разбалтываться IIнесов (заболтаться) разг φλυαρώ, γλωσσοκοπανω. -
19 разглагольствовать
разглагольствоватьнесов разг ἀερο-λογώ, φλυαρώ. -
20 тараторить
тараторитьнесов разг φλυαρώ.
См. также в других словарях:
φλυαρώ — φλυαρῶ, έω, ΝΑ, και ιων. τ. φλυηρῶ Α λέω πολλά και περιττά, λέω φλυαρίες, είμαι φλύαρος, είμαι πολυλογάς νεοελλ. 1. συζητώ ασήμαντα πράγματα αρχ. 1. (μτβ.) ξεστομίζω πολλές ανοησίες εις βάρος ενός ατόμου 2. (κατ επέκτ.) ενεργώ με ανόητο τρόπο 3.… … Dictionary of Greek
φλυαρώ — φλυαρώ, φλυάρησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φλυαρώ — φλυάρησα 1. μτβ. και αμτβ., λέω πολλά και χωρίς να τα σκέφτομαι, μιλάω περιττά και κουραστικά, πολυλογώ, γλωσσοκοπανώ, λέω ανοησίες. 2. (για άψυχα), θορυβώ, ηχώ αδιάκοπα: Στις πλαγιές που τ αυλάκια φλυαρούν (Ι. Ζερβός) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φλυαρῶ — φλυᾱρῶ , φλυαρέω talk nonsense pres subj act 1st sg (attic epic doric) φλυᾱρῶ , φλυαρέω talk nonsense pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλυάρῳ — φλυά̱ρῳ , φλύαρος silly talk masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αεροκουβεντιάζω — φλυαρώ, αερολογώ … Dictionary of Greek
ενοινοφλύω — ἐνοινοφλύω (Α) φλυαρώ πίνοντας κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ένοινος + φλύω «φλυαρώ»] … Dictionary of Greek
επιφλύω — ἐπιφλύω (Α) φλυαρώ εναντίον κάποιου, τόν λοιδορώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φλύω, παράλλ. τ. τού φλέω «πλημμυρίζω, φλυαρώ»] … Dictionary of Greek
καταστωμύλλομαι — (Α) 1. φλυαρώ υπερβολικά, πολυλογώ 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατεστωμυλμένος, η, ον φλύαρος, πολυλογάς 3. (το ουδ. πληθ. τής μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τὰ κατεστωμυλμένα πράγματα που έχουν επαναληφθεί φλύαρα πολλές φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
καταφλυαρώ — καταφλυαρῶ, έω (AM) (επιτ. τ. τού φλυαρώ) φορτώνω ή γεμίζω κάποιον με φλυαρίες («Ἑλλάνικός τε καὶ Ἡρόδοτος καὶ Εὔδοξος κατεφλυάρησαν ἡμῶν», Στράβ.) αρχ. φλυαρώ, λέω πολλά για κάποιον … Dictionary of Greek
πηλαλώ — και πιλαλώ, άω, Ν τρέχω πολύ γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. ἀπηλάλησα τού ἀπολαλῶ «φλυαρώ», ενώ κατ άλλους από το μσν. ἐπιλαλῶ (φλυαρώ, απ όπου και η γρφ. πιλαλώ). Τέλος, σύμφωνα με μια άλλη άποψη, από το αρχ. ἐπελαύνω] … Dictionary of Greek