-
1 болтать
См. также в других словарях:
φαφλατάρω — και φαφλατίζω φαφλατάρισα, αμτβ., φλυαρώ, μωρολογώ, γλωσσοκοπανώ: Είναι φλύαρος και φαφλατάρει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαφλατάρω — Ν [φαφλατάς] φλυαρώ … Dictionary of Greek
φαφλατάρισμα — το, Ν [φαφλατάρω] φαφλατιά, φλυαρία … Dictionary of Greek
φαφλατίζω — Ν φαφλατάρω, φλυαρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. ονοματοποιημένη λ. από τον ήχο τής φλυαρίας (βλ. και λ. φαφλατάς)] … Dictionary of Greek