Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

φλέγματος

См. также в других словарях:

  • φλέγματος — φλέγμα flame neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυφλέγματος — ον, Α αυτός που έχει πολύ φλέγμα, μεγάλη ψυχρότητα, αδιαφορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φλέγματος (< φλέγμα, ατος), πρβλ. λευκο φλέγματος] …   Dictionary of Greek

  • εκμοχλεία — ἐκμοχλεία, η (Μ) ιατρ. αποβολή με δυσκολία («ἐκμοχλεία φλέγματος») …   Dictionary of Greek

  • μελαγχολία — Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από συνεχή και επίμονη θλίψη, υπερβολική και ανεξήγητη με βάση τους εξωτερικούς παράγοντες, από ελάττωση όλων των ψυχικών λειτουργιών, από αίσθημα ανικανότητας, ανεπάρκειας και ενοχής, από τάση αυτοκαταστροφής που σε… …   Dictionary of Greek

  • συναναχρέμπτομαι — Α βήχοντας βγάζω κάτι μαζί με κάτι άλλο («συναχρεμψάμενος τὴν ψυχὴν μετὰ τοῡ φλέγματος», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀναχρέμπτομαι «αποχρέμπτομαι, βήχοντας βγάζω φλέματα»] …   Dictionary of Greek

  • φλεγματίας — και ιων. τ. φλέγματος, ου, ὁ, Α 1. φλεγματιαῑος* 2. αυτός που πάσχει από ύδρωπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλέγμα, ατος + επίθημα ίας (πρβλ. τραυματ ίας)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»