-
1 φλέγματος
φλέγμαflame: neut gen sg -
2 πολυ-φλέγματος
πολυ-φλέγματος, viel φλέγμα habend, sp. Medic.
-
3 λευκο-φλέγματος
λευκο-φλέγματος, dasselbe, Hippocr.
-
4 ὀρός
ὀρός, ὁ, die Molken, der wässerige Theil der geronnenen Milch, serum; ναῖον δ' ὀρῷ ἄγγεα, Od. 9, 222; ὀρὸν πίνων, 17, 225; Eust. erkl. ἡ τοῦ γάλακτος ὑποστάϑμη od. ὑδατώδης τοῦ γάλακ τος ὑπόστασις, Arist. H. A. 3, 20; Theophr. u. A.; – auch der wässerige Theil des Blutes, φλέγματος, Plat. Tim. 83 d, vgl. ὀῤῥός; u. des Theeres, sonst ὀρόπισσα; u. übh. eine Feuchtigkeit, ὁ σπερματικὸς ὀῤῥός, Plut. placit. phil. 5, 23.
-
5 ορος
I.ион. οὐρός, Arst., Plut. ὀρρός ὅ1) молочная сыворотка, пахтанье Hom., Arst.2) водянистая часть, жижа(ὀ. φλέγματος Plat.; ὀ. σπερματικός Plut.)
II.III.ион. οὖρος ὅ1) межевой знак, межа(ἀρούρης Hom.)
2) граница, рубежῥεῖθρον ἠπείροιν ὅ. Aesch. — пролив, служащий границей между обоими материками;γῆς ἐπ΄ ἐσχάτοις ὅροις Aesch. — на край света;3) пределы, рамкиγάμου ὅ. ἀπὸ ἑκκαίδεκα ἐτῶν εἰς εἴκοσί (sc. ἐστιν) Plat. — пределы брачного возраста (для девушек) - от шестнадцати до двадцати лет
4) разница, различие(ὅ. χρηστοῖς καὴ κακοῖς, sc. ἀνθρώποις Eur.)
5) мера, норма(τῶν ἀγαθῶν Dem.; τῶν ἀναγκαίων Plat.)
6) муз. (со)отношение, пропорция(οἱ ὅροι τῶν διαστημάτων Plat.)
7) мат. член отношения Arst.8) цель(ὅρον τιθεσθαί τινι Dem.; ὀλιγαρχίας ὅ. πλοῦτός, sc. ἐστιν Arst.)
9) лог. член предложения ( субъект или предикат), терминὅ. μέσος Arst. — средний термин
10) лог. определение (понятия)ἔστι δ΄ ὅ. λόγος ὅ τὸ τί ἦν εἶναι σημαίνων Arst. — определение есть высказывание, обозначающее то, чем предмет является;
Ὅροι — Определения ( приписываемый Платону перечень определений ряда понятии)11) юр. ( в Афинах) таблица с указанием ипотечного долга недвижимостиὅρους τιθέναι ἐπὴ τέν οἰκίαν δισχιλίων (sc. δραχμῶν) Dem. — поместить на доме таблички с указанием его ипотечной задолженности в 2000 драхм
-
6 συναναχρεμπτομαι
извергать вместе с кашлемσ. τέν ψυχέν μετὰ τοῦ φλέγματος Luc. — извергать душу вместе с мокротой, т.е. закашляться до смерти
-
7 κατάθραυσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάθραυσις
-
8 κορίσκομαι
A = κορέννυμαι, become saturated, c. gen.,ὑγρασίης Hp. Gland.6
; κ. φλέγματος οἱ πνεύμονες ib.14: abs., to be irked, Id.Art.35.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κορίσκομαι
-
9 νᾶμα
A anything flowing, running water, stream, spring, ν. Μναμοσύνας cj. in Simon.45, cf. A.Pr. 806, S.Ant. 1130 (lyr.);Κασταλίδος νάματα Pae.Delph.1.6
;δακρύων θερμὰ ν. S.Tr. 919
;νάματ' ὄσσων E.HF 625
;ν. πυρός Id.Med. 1187
;ν. Βάκχιον Ar.Ec.14
;μὰ νάματα Antiph.296
( = Timocl.38); ν. θυγατέρων ταύρων, i.e. honey, Ph. Tars. ap. Gal.13.269; φλέγματος, χολῆς ν., Philostr.Gym.42: freq. in Pl., asκρηνῶν καὶ ποταμῶν νάματα Criti. 111d
: metaph.,λόγων ν. Ti. 75e
.2 wooden conduit, Hsch.II νάματα· προβολαί, Id. -
10 πολυφλέγματος
πολυ-φλέγμᾰτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυφλέγματος
-
11 ἐκμοχλεία
ἐκμοχλ-εία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκμοχλεία
-
12 λευκοφλεγματίας
λευκο-φλεγματίας, ὁ, u. λευκο-φλέγματος, der an der Bleichsucht leidet -
13 ὀρός
ὀρός, ὁ, die Molken, der wässerige Teil der geronnenen Milch, serum; auch der wässerige Teil des Blutes, φλέγματος; übh. eine Feuchtigkeit, ὁ σπερματικὸς ὀῤῥός -
14 πολυφλέγματος
πολυ-φλέγματος, viel φλέγμα habend
См. также в других словарях:
φλέγματος — φλέγμα flame neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυφλέγματος — ον, Α αυτός που έχει πολύ φλέγμα, μεγάλη ψυχρότητα, αδιαφορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φλέγματος (< φλέγμα, ατος), πρβλ. λευκο φλέγματος] … Dictionary of Greek
εκμοχλεία — ἐκμοχλεία, η (Μ) ιατρ. αποβολή με δυσκολία («ἐκμοχλεία φλέγματος») … Dictionary of Greek
μελαγχολία — Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από συνεχή και επίμονη θλίψη, υπερβολική και ανεξήγητη με βάση τους εξωτερικούς παράγοντες, από ελάττωση όλων των ψυχικών λειτουργιών, από αίσθημα ανικανότητας, ανεπάρκειας και ενοχής, από τάση αυτοκαταστροφής που σε… … Dictionary of Greek
συναναχρέμπτομαι — Α βήχοντας βγάζω κάτι μαζί με κάτι άλλο («συναχρεμψάμενος τὴν ψυχὴν μετὰ τοῡ φλέγματος», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀναχρέμπτομαι «αποχρέμπτομαι, βήχοντας βγάζω φλέματα»] … Dictionary of Greek
φλεγματίας — και ιων. τ. φλέγματος, ου, ὁ, Α 1. φλεγματιαῑος* 2. αυτός που πάσχει από ύδρωπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλέγμα, ατος + επίθημα ίας (πρβλ. τραυματ ίας)] … Dictionary of Greek