-
1 πολυ-φλέγματος
πολυ-φλέγματος, viel φλέγμα habend, sp. Medic.
-
2 λευκο-φλέγματος
λευκο-φλέγματος, dasselbe, Hippocr.
-
3 ὀρός
ὀρός, ὁ, die Molken, der wässerige Theil der geronnenen Milch, serum; ναῖον δ' ὀρῷ ἄγγεα, Od. 9, 222; ὀρὸν πίνων, 17, 225; Eust. erkl. ἡ τοῦ γάλακτος ὑποστάϑμη od. ὑδατώδης τοῦ γάλακ τος ὑπόστασις, Arist. H. A. 3, 20; Theophr. u. A.; – auch der wässerige Theil des Blutes, φλέγματος, Plat. Tim. 83 d, vgl. ὀῤῥός; u. des Theeres, sonst ὀρόπισσα; u. übh. eine Feuchtigkeit, ὁ σπερματικὸς ὀῤῥός, Plut. placit. phil. 5, 23.
-
4 λευκοφλεγματίας
λευκο-φλεγματίας, ὁ, u. λευκο-φλέγματος, der an der Bleichsucht leidet -
5 ὀρός
ὀρός, ὁ, die Molken, der wässerige Teil der geronnenen Milch, serum; auch der wässerige Teil des Blutes, φλέγματος; übh. eine Feuchtigkeit, ὁ σπερματικὸς ὀῤῥός -
6 πολυφλέγματος
πολυ-φλέγματος, viel φλέγμα habend
См. также в других словарях:
φλέγματος — φλέγμα flame neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυφλέγματος — ον, Α αυτός που έχει πολύ φλέγμα, μεγάλη ψυχρότητα, αδιαφορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φλέγματος (< φλέγμα, ατος), πρβλ. λευκο φλέγματος] … Dictionary of Greek
εκμοχλεία — ἐκμοχλεία, η (Μ) ιατρ. αποβολή με δυσκολία («ἐκμοχλεία φλέγματος») … Dictionary of Greek
μελαγχολία — Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από συνεχή και επίμονη θλίψη, υπερβολική και ανεξήγητη με βάση τους εξωτερικούς παράγοντες, από ελάττωση όλων των ψυχικών λειτουργιών, από αίσθημα ανικανότητας, ανεπάρκειας και ενοχής, από τάση αυτοκαταστροφής που σε… … Dictionary of Greek
συναναχρέμπτομαι — Α βήχοντας βγάζω κάτι μαζί με κάτι άλλο («συναχρεμψάμενος τὴν ψυχὴν μετὰ τοῡ φλέγματος», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀναχρέμπτομαι «αποχρέμπτομαι, βήχοντας βγάζω φλέματα»] … Dictionary of Greek
φλεγματίας — και ιων. τ. φλέγματος, ου, ὁ, Α 1. φλεγματιαῑος* 2. αυτός που πάσχει από ύδρωπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλέγμα, ατος + επίθημα ίας (πρβλ. τραυματ ίας)] … Dictionary of Greek