-
1 δεῖπνον
Grammatical information: n.Meaning: `meal' (Il.)Compounds: with - δεῖπνον as 2. member: 1. subst. ἀριστό-, λογό-, ψευδό-; 2. Bahuvrihi's in - δειπνος, ἄ-, σύν-, φιλό-. δείπνηστος (- ός), scil. καιρός `time for meal' (ρ 170), from δεῖπνον and ἐδ- `eat' (compositional lengthening) with το- as in δορπηστός and ἄριστον, with δειπνηστύς `id.' (H.).Derivatives: Demin. δειπνίον (Ar.), δειπνάριον (Diph., AP). - δειπνῖτις ( στολή) `cloth for meal' (D. C.). δειπνοσύνη = δεῖπνον (Matro; parodising); Δειπνεύς m. a heros in Achaia (Ath.). - Denomin. δειπνέω `use the δεῖπνον' (Il.), with δειπνητής `guest' (Plb.) with δειπνητικός (Ar.) and δειπνητήριον `room for meal' (J.). δειπνίζω `have as guest' (Od.) with δειπνιστήριον `room for meal' (Mantinea Ia); on δειπνέω and δειπνίζω s. Schwyzer 736.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: No etymology. One assumes a mediterranean word. Fur. 339 assumes *δαιπνον and compares δάπτω, Lat. daps, damnum, etc.Page in Frisk: 1,358Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δεῖπνον
-
2 φιλοδειπνον
-
3 φιλολογεω
любить или вести ученые беседы(φ. παρὰ δεῖπνον Plut.)
τὰ φιλολογηθέντα Plut. — научные вопросы, темы ученых бесед
См. также в других словарях:
κωλυσίδειπνος — κωλυσίδειπνος, ον (Α) (για είδος σαλιγκαριών που αν τά έτρωγε κάποιος στην αρχή τού δείπνου δεν μπορούσε να φάει τίποτε άλλο) αυτός που εμποδίζει το δείπνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κωλυσ τού κωλύω (πρβλ. κώλυσ ις) + δειπνος (< δεῖπνον), πρβλ. φιλό… … Dictionary of Greek
φερέδειπνος — ον, Μ αυτός που παραθέτει δείπνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + δείπνος (< δεῖπνον), πρβλ. δωρό δειπνος, φιλό δειπνος] … Dictionary of Greek