-
1 ἀριστο-τόκος
ἀριστο-τόκος, dasselbe, γαστήρ Opp. Cyn. 3, 62; Gregor. ep. (VII, 135); aber – ἀριστό-τοκος, von trefflichen Eltern geboren, γέννα Eur. Rhes. 909.
-
2 ἀριστό-χειρ
ἀριστό-χειρ ἀγών, ein Kampf, in dem die beste Faust entscheidet, Soph. Ai. 915, od. nach dem Schol. ὁ κρίνων, τίς ἐστιν ὁ ἄριστος κατὰ τὴν χεῖρα.
-
3 ἀριστό-μαχος
ἀριστό-μαχος ( μάχη), am besten kämpfend, Ἡρακλῆς Pind. P. 10, 9. S. Nom. pr.
-
4 ἀριστό-βιος
ἀριστό-βιος, am besten, tugendhaft lebend, Heliod. 2, 35.
-
5 ἀριστό-μαντις
ἀριστό-μαντις, εως, ὁ, am besten wahrsagend, Soph. Phil. 1322.
-
6 ἀριστό-δειπνον
ἀριστό-δειπνον, τό, Mittagabendmahlzeit, Alex. bei Ath. II, 47 e; Menand. bei Poll. 6, 102.
-
7 ἀριστό-βουλος
ἀριστό-βουλος ( βουλή), am besten rathend, dazu fem. ἀριστοβούλη Beiname der Artemis, Plut. Them. 22. Bei Artemidor. 2, 37 nom. pr. = Νέμεσις.
-
8 ἀριστό-νοος
ἀριστό-νοος, von der besten Sinnesart Ep. ad. 567 (IX, 213).
-
9 ἀριστό-νῑκον
ἀριστό-νῑκον, κράτος, den schönsten Sieg verleihend, p. bei Ath. X, 457 b.
-
10 ἀριστο-πρᾱγέω
ἀριστο-πρᾱγέω, = ἀριστεύω, Eustath.
-
11 ἀριστο-πόσεια
ἀριστο-πόσεια νύμφη, die beste Gattin, Opp. Cyn. 1, 6.
-
12 ἀριστο-πόνος
ἀριστο-πόνος, am besten arbeitend, χείρ Pind. Ol. 7, 51; μέλισσα Phocyl. bei Schol. Nic. Al. 448; Ep. ad. (IX, 466) ὑμέναιοι, etwas dunkel.
-
13 ἀριστο-ποιέω
ἀριστο-ποιέω, ein Frühstück bereiten, Xen. Cyr. 3, 2, 11. – Med., frühstücken, Xen. Cyr. 4, 1, 9; Dem.23, 165 u. Sp.
-
14 ἀριστο-πονεύς
ἀριστο-πονεύς, ὁ, der beste Arbeiter, Maneth. 4, 512.
-
15 ἀριστο-πολιτεία
ἀριστο-πολιτεία, ἡ, die Eigenschaft eines trefflichen Bürgers, Inscr.
-
16 ἀριστο-σαλπιγκταί
ἀριστο-σαλπιγκταί, οἱ, die besten Trompeter, Poll. 4, 87 aus Men.
-
17 ἀριστο-τόκεια
ἀριστο-τόκεια, γυνή, die trefflichsten Kinder gebärend, Theocr. 24, 72.
-
18 ἀριστο-τέχνης
ἀριστο-τέχνης, ὁ, der beste Künstler, Pind. frg. 29.
-
19 ἀριστο-φυής
ἀριστο-φυής, ές, von der besten Natur, bei Stob. flor. 48, 64 im superl.
-
20 ἀριστο-φόνος
ἀριστο-φόνος, Helden tödtend, Tzetz. Att. 322.
См. также в других словарях:
όπτιμουμ — το άκλ. 1. το βέλτιστο, το άριστο 2. φρ. «όπτιμουμ σημείο» (οικον.) το σημείο ισορροπίας τής οικονομίας το οποίο θεωρείται άριστο για τη γενικότερη οικονομική και κοινωνική ευημερία, αλλ. βέλτιστο σημείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. optimum «βέλτιστο,… … Dictionary of Greek
θέμερος — θέμερος, έρα, ον (Α) 1. αυτός που έχει στερεές βάσεις, σταθερός 2. (κατά τον Ησύχ.) «βέβαιος, σεμνός, εὐσταθής». [ΕΤΥΜΟΛ. Συγγενές προς τα θεμός*, θέμις*, παρουσιάζει με το τελευταίο την ίδια μορφική αναλογία όπως τα κυδι /κύδος: κυδρός. Κατά μία … Dictionary of Greek
παραγωγικότητα — Ειδική έρευνα των συντελεστών της παραγωγής (φύση, κεφάλαιο, εργασία) που δείχνει το μέτρο, κατά το οποίο καθένας από αυτούς συμβάλλει στον σχηματισμό του προϊόντος της επιχείρησης. Η έννοια της π. είναι ουσιαστικά οικονομική και δεν πρέπει να… … Dictionary of Greek
Γαβριηλίδης, Βλάσης — (Κωνσταντινούπολη 1848 – Αθήνα 1920). Δημοσιογράφος και λογοτέχνης. Σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, όπου διακρίθηκε τόσο ώστε ο πλούσιος ομογενής Γ. Σίνας ανέλαβε να τον στείλει με έξοδά του να σπουδάσει στο εξωτερικό και πήγε στη Λειψία,… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Ολυμπίας — Οι συστηματικές ανασκαφές στο ιερό της Ολυμπίας, τον προσφιλέστερο λατρευτικό χώρο της αρχαίας Ελλάδας, άρχισαν το 1875, από Γερμανούς αρχαιολόγους, και με ολιγόχρονες διακοπές συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Τα πλούσια ευρήματα των ανασκαφών βρήκαν… … Dictionary of Greek
Παν — I Ελληνική θεότητα, το πεδίο δράσης, της οποίας –ο άγριος κόσμος των ποιμένων– ήταν παρόμοιο με εκείνο του Ερμή, τον οποίου θεωρούνταν γιος. Περισσότερο δαίμων παρά θεός, είχε ζωώδη χαρακτηριστικά (παριστανόταν με κέρατα και κατσικίσια πόδια:… … Dictionary of Greek
άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… … Dictionary of Greek
άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
άρια — Δέντρο αειθαλές, δικοτυλήδονο, της οικογένειας των φηγιδών. Δασικό είδος το οποίο απαντάται στην κατώτερη ζώνη όλης της Ελλάδας, μαζί με τον πρίνο και την πεύκη. Φτάνει σε ύψος μέχρι 20 μ., ιδίως όταν ζει μέσα σε πυκνά δάση, ενώ μεμονωμένο βγάζει … Dictionary of Greek
άωτον — (AM ἄωτον, το Α και ἄωτος, ο) 1. το ωραιότατο και άριστο κάθε πράγματος, το άνθος, ο αθέρας 2. η ανώτατη βαθμίδα, το αποκορύφωμα («το άκρον άωτον») αρχ. 1. αυτό που δίνει τιμή και δόξα σε κάτι 2. λεπτότατο χνούδι μαλλιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ … Dictionary of Greek
ίκκος — (5oς αι. π.Χ.). Αθλητής και δάσκαλος της γυμναστικής από τον Τάραντα. Αναφέρεται εγκωμιαστικά από τον σύγχρονό του, Πλάτωνα, και αργότερα από τον Παυσανία, ο οποίος τον θεωρούσε τον άριστο από τους γυμναστές της εποχής του. Ήταν ο πρώτος που… … Dictionary of Greek