Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀριστό-

См. также в других словарях:

  • όπτιμουμ — το άκλ. 1. το βέλτιστο, το άριστο 2. φρ. «όπτιμουμ σημείο» (οικον.) το σημείο ισορροπίας τής οικονομίας το οποίο θεωρείται άριστο για τη γενικότερη οικονομική και κοινωνική ευημερία, αλλ. βέλτιστο σημείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. optimum «βέλτιστο,… …   Dictionary of Greek

  • θέμερος — θέμερος, έρα, ον (Α) 1. αυτός που έχει στερεές βάσεις, σταθερός 2. (κατά τον Ησύχ.) «βέβαιος, σεμνός, εὐσταθής». [ΕΤΥΜΟΛ. Συγγενές προς τα θεμός*, θέμις*, παρουσιάζει με το τελευταίο την ίδια μορφική αναλογία όπως τα κυδι /κύδος: κυδρός. Κατά μία …   Dictionary of Greek

  • παραγωγικότητα — Ειδική έρευνα των συντελεστών της παραγωγής (φύση, κεφάλαιο, εργασία) που δείχνει το μέτρο, κατά το οποίο καθένας από αυτούς συμβάλλει στον σχηματισμό του προϊόντος της επιχείρησης. Η έννοια της π. είναι ουσιαστικά οικονομική και δεν πρέπει να… …   Dictionary of Greek

  • Γαβριηλίδης, Βλάσης — (Κωνσταντινούπολη 1848 – Αθήνα 1920). Δημοσιογράφος και λογοτέχνης. Σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, όπου διακρίθηκε τόσο ώστε ο πλούσιος ομογενής Γ. Σίνας ανέλαβε να τον στείλει με έξοδά του να σπουδάσει στο εξωτερικό και πήγε στη Λειψία,… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Ολυμπίας — Οι συστηματικές ανασκαφές στο ιερό της Ολυμπίας, τον προσφιλέστερο λατρευτικό χώρο της αρχαίας Ελλάδας, άρχισαν το 1875, από Γερμανούς αρχαιολόγους, και με ολιγόχρονες διακοπές συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Τα πλούσια ευρήματα των ανασκαφών βρήκαν… …   Dictionary of Greek

  • Παν — I Ελληνική θεότητα, το πεδίο δράσης, της οποίας –ο άγριος κόσμος των ποιμένων– ήταν παρόμοιο με εκείνο του Ερμή, τον οποίου θεωρούνταν γιος. Περισσότερο δαίμων παρά θεός, είχε ζωώδη χαρακτηριστικά (παριστανόταν με κέρατα και κατσικίσια πόδια:… …   Dictionary of Greek

  • άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… …   Dictionary of Greek

  • άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

  • άρια — Δέντρο αειθαλές, δικοτυλήδονο, της οικογένειας των φηγιδών. Δασικό είδος το οποίο απαντάται στην κατώτερη ζώνη όλης της Ελλάδας, μαζί με τον πρίνο και την πεύκη. Φτάνει σε ύψος μέχρι 20 μ., ιδίως όταν ζει μέσα σε πυκνά δάση, ενώ μεμονωμένο βγάζει …   Dictionary of Greek

  • άωτον — (AM ἄωτον, το Α και ἄωτος, ο) 1. το ωραιότατο και άριστο κάθε πράγματος, το άνθος, ο αθέρας 2. η ανώτατη βαθμίδα, το αποκορύφωμα («το άκρον άωτον») αρχ. 1. αυτό που δίνει τιμή και δόξα σε κάτι 2. λεπτότατο χνούδι μαλλιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ …   Dictionary of Greek

  • ίκκος — (5oς αι. π.Χ.). Αθλητής και δάσκαλος της γυμναστικής από τον Τάραντα. Αναφέρεται εγκωμιαστικά από τον σύγχρονό του, Πλάτωνα, και αργότερα από τον Παυσανία, ο οποίος τον θεωρούσε τον άριστο από τους γυμναστές της εποχής του. Ήταν ο πρώτος που… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»