-
1 φιλοδειπνον
-
2 φιλόδειπνον
φιλόδειπνοςfond of good dinners: masc /fem acc sgφιλόδειπνοςfond of good dinners: neut nom /voc /acc sg
См. также в других словарях:
φιλόδειπνον — φιλόδειπνος fond of good dinners masc/fem acc sg φιλόδειπνος fond of good dinners neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόδειπνος — ον, Α 1. αυτός που τού αρέσει να παρακάθεται σε συμπόσια 2. αυτός που τού αρέσει να παραθέτει γεύματα σε άλλους 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόδειπνον η αγάπη για τα δείπνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + δειπνος (< δεῖπνον), πρβλ. δωρό δειπνος] … Dictionary of Greek