Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

φιλ-άνωρ

См. также в других словарях:

  • ποιμάνωρ — ορος, ὁ, Α (ποιητ. τ.) αρχηγός, ηγεμόνας λαού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποιμήν + άνωρ (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. φιλ άνωρ] …   Dictionary of Greek

  • φιλάνωρ — και επικ. τ. φιλήνωρ, ορος, ὁ, ἡ, Α (δωρ. τ.) 1. φίλανδρος·2. (για δελφίνι) αυτός που αγαπά τους ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + άνωρ / ήνωρ (< ἀνήρ, βλ. λ. άνδρας), πρβλ. ἀγαπ ήνωρ] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»