-
1 φιλονικια
ἥ (часто v. l. к φιλονεικία См. φιλονεικια) стремление одержать победу -
2 φιλονικία
φιλονῑκίᾱ, φιλονεικίαfem nom /voc /acc dualφιλονῑκίᾱ, φιλονεικίαfem nom /voc sg (attic doric aeolic)φιλονικίᾱ, φιλονικίαlove of victory: fem nom /voc /acc dualφιλονικίᾱ, φιλονικίαlove of victory: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————φιλονῑκίαι, φιλονεικίαfem nom /voc plφιλονῑκίᾱͅ, φιλονεικίαfem dat sg (attic doric aeolic)φιλονικίᾱͅ, φιλονικίαlove of victory: fem dat sg (attic doric aeolic) -
3 φιλονικία
φῐλονῑκ-ία, ἡ,A love of victory, rivalry, contentiousness, mostly in bad sense,φ. ἕνεκα τῆς αὐτίκα Th.1.41
, cf. 3.82;φ. ἀνόητος Democr.237
;φ. ἢ φιλοτιμίας ἕνεκα Pl.Lg. 860d
, cf. Alc.1.122c;ἐκ μέθης καὶ φιλονικίας Lys.3.43
;διὰ στάσιν καὶ τὴν πρὸς ἀλλήλους φ. Id.33.4
;εἰς πόλεμον καταστᾶσαι πρὸς ἀλλήλας καὶ φ. Isoc.12.158
;ἡ πρὸς ἀλλήλους ἔρις καὶ φ. D.9.14
, cf. Pl.Ti. 88a;ἀλλά τίς με φ. εἴληφεν πρὸς τὰ εἰρημένα Id.La. 194a
;ὑπὸ τῆς πρὸς τἀμὰ ἔργα φ. X.Cyr.8.7.12
;οὐ φιλονικίᾳ γε ἐρωτῶ Pl.Grg. 515b
;ἐάν τις φιλονικίᾳ κριθῇ.. δρᾶν, τεθνάτω Id.Lg. 938c
; εἰς τοσοῦτον φιλονικίας ἐλθεῖν πρὸς τὴν πόλιν, ὥστε .. Id.Mx. 243b;ἐγένετο φ. ἐν αὐτοῖς τὸ τίς αὐτῶν δοκεῖ εἶναι μείζων Ev.Luc.22.24
: pl.,φ. καὶ φιλοτιμίαι Pl.R. 548c
, cf. Ti. 90b, D.18.246;περὶ ὁπόσων ἂν ἐγγένωνται ἀνθρώποις φ. X.Cyr.2.1.22
;αἱ περὶ τὰς χορηγίας φ. Isoc. 7.53
;φ. καὶ στάσεις Arist.Pol. 1308a31
.2 in good sense, competition, emulation, emulous eagerness,ἔστω τούτων.. κατὰ νόμον ἅμιλλά τε καὶ φ. Pl.Lg. 834c
;φ. αὐτοῖς ἔμβαλλε X.Cyr.7.1.18
; φιλονικίας ἐμποιεῖν περὶ τῶν καλῶν ἔργων ib.8.2.26;φ. ἐνέβαλε πρὸς ἀλλήλους τισί Id.Ages.2.8
; esp. in the games,πολλὴ φ. ἐγίγνετο X.An.4.8.27
, cf. Lac.4.2;διὰ φιλονικίαν Id.Hier.9.6
;τῶν ἐργατῶν φ. πρὸς ἀλλήλους καὶ φιλοτιμία Id.Oec.21.10
, cf. SIG685.12,36 (Magn. Mae., ii B. C., found in Crete).—On the form φιλονεικία, v. φιλόνικος fin.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλονικία
-
4 φιλονικίᾳ
Βλ. λ. φιλονικία -
5 φιλονῑκία
φιλο-νῑκία, ἡ, das Streben nach dem Siege od. Vorrange -
6 φιλονικία
tartışma, ağız dalaşı, kavga -
7 φιλονικία
quarrelΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > φιλονικία
-
8 φιλονικίας
φιλονῑκίᾱς, φιλονεικίαfem acc plφιλονῑκίᾱς, φιλονεικίαfem gen sg (attic doric aeolic)φιλονικίᾱς, φιλονικίαlove of victory: fem acc plφιλονικίᾱς, φιλονικίαlove of victory: fem gen sg (attic doric aeolic) -
9 φιλόνικος
φῐλόνῑκ-ος, ον,A fond of victory, contentious.1 in bad sense,οὔτε δύσηρις ἐὼν οὔτ' ὦν φ. ἄγαν Pi.O.6.19
(- νεικ- codd. vett.);φ. ἐστι πρὸς ὃ ἂν ὁρμήσῃ Pl.Prt. 336e
; coupled with φιλότιμος, Id.R. 545a, 582e (v.l. -νεικ-), cf. 550b; ἐπίπονον καὶ φ. καὶ φιλότιμον.. καταστήσαςτὸν βίον Lys.2.16
.2 in good sense, of spirited horses, X.Eq.9.8 ([comp] Sup.): of persons,φ. πρὸς τὸ μὴ ἐλλείπεσθαι Id.Mem.2.6.5
, cf. Plu.Ages.2 ([comp] Sup.); τὸ φ., = φιλονικία, ἔσῳζον τὸ φ. ἐν ταῖς ψυχαῖς X.Cyr.7.5.64. Adv. - κως in eager rivalry,παραθεῖν Id.Cyn.6.16
;φ. ἔχειν πρὸς ἀλλήλους Id.Cyr.3.3.57
, 8.4.4;φ. ἔχειν πρὸς τὸ εἰδέναι Pl.Grg. 505e
; opp. ἀνθρωπίνως, D.Ep.3.41. (In codd. the forms φιλόνικος, -νικέω, -νικία and φιλόνεικος, -νεικέω, -νεικία occur, without any distn. of meaning, e.g. in Isoc. we find , but ;μὴ δύσερις ὢν.., μηδὲ πρὸς πάντας φιλόνικος 1.31
; , but φιλονεικία in the same sense, 12.158; φιλόνῑκος is implied by Arist.Rh. 1389a12 (where -νεικ-, though found in good codd., as also in 1363b1, 1368b21, 1370b33, Phgn. 809b35, must be f.l.), καὶ φιλότιμοι μέν εἰσι [ οἱ νέοι], μᾶλλον δὲ φιλόνικοι· ὑπεροχῆς γὰρ ἐπιθυμεῖ ἡ νεότης· ἡ δὲ νίκη ὑπεροχή τις, cf. Poll. 1.178, AB315; the compd. of φιλο- and νεῖκος would be Φιλονεικής; the senseA contentious arises naturally from fond of victory; in SIG 685 (v. φιλονικία sub fin.) we haveφιλονικίαν Il.12
,36, and φιλονικίᾳ in OGI335.7 (Pergam., decree of Pitane, ii B. C.); - νῑκ- is also found in late documents, as POxy.157.1 (vi A. D.).)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλόνικος
-
10 φιλονικίαι
φιλονῑκίαι, φιλονεικίαfem nom /voc plφιλονῑκίᾱͅ, φιλονεικίαfem dat sg (attic doric aeolic)φιλονικίᾱͅ, φιλονικίαlove of victory: fem dat sg (attic doric aeolic) -
11 φιλονικίαν
φιλονῑκίᾱν, φιλονεικίαfem acc sg (attic doric aeolic)φιλονικίᾱν, φιλονικίαlove of victory: fem acc sg (attic doric aeolic) -
12 φιλονικιών
-
13 φιλονικιῶν
-
14 φιλονικίαις
φιλονῑκίαις, φιλονεικίαfem dat plφιλονικίαlove of victory: fem dat pl -
15 φιλονικίη
φιλονῑκίη, φιλονεικίαfem nom /voc sg (epic ionic)φιλονικίαlove of victory: fem nom /voc sg (epic ionic) -
16 περιαίρεσις
A stripping off,φλοιοῦ Thphr.CP5.17.1
, cf. Epicur.Ep.1p.15U.; removal, extirpation, Antyll. ap. Orib.44.8.26, Gal.1.173; excision, Id.10.887.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιαίρεσις
-
17 φιλοτιμία
A love of honour or distinction, ambition, freq. in bad sense in early writers, Pi.Fr. 210, E.IA 527, Ar.Th. 383, Arist.EN 1125b22;κακίστη δαιμόνων Φ. E.Ph. 532
;ἄκαιρος Isoc.Ep.2.9
;πλεονεξία καὶ φ. Th.3.82
; with φιλονικία, Pl.Lg. 860e; also in good sense, Isoc.5.110, X.Mem.3.3.13, Hier.7.3, Pl.R. 553c: the object is added in gen., φ. τῶν καλῶν ib. 555a, cf. X.Cyr.8.1.35; alsoφ. ἐπὶ τοῖς καλοῖς Pl.Smp. 178d
; ὑπὲρ τῶν ὅλων, περί τι, Plb.1.52.4, 5.71.6;πρὸς τὰ καλά Id.6.55.4
, cf. Pl.Lg. 834b; but φ. πρός τινα ambitious rivalry with him,ἡ πρὸς ἀλλήλους φ. καὶ στάσις Plb.4.87.7
(but αἱ πρὸς σφᾶς αὐτοὺς φ. is f.l. for φιλονικίαι (ap.Stob.) in Isoc.3.18); φ. ἐμβάλλειν τινί, ὅπως .. X. Cyr.8.1.39: freq. with Preps.,διὰ φιλοτιμίαν Pl.R. 586c
, Isoc.5.86, etc.;φιλοτιμίας ἕνεκα Lys.19.56
;ὑπὸ φιλοτιμίας Pl.Phdr. 257c
, etc.; simplyφιλοτιμίᾳ D.2.18
;φ. τινὶ καὶ φιλονεικίᾳ Plu.2.856a
: pl., jealousies, rivalries,κατ' ἰδίας φ. Th.8.89
;φιλονικίαι καὶ φ. Pl.R. 548c
, etc.;αἱ φ. τῶν συγγραφέων
party-feelings,Plb.
3.21.10.2 conceited obstinacy,ἡ φ. κτῆμα σκαιόν Hdt.3.53
;ὑπὸ φιλοτιμίας, ἣν ὀνομάζουσιν οἱ νῦν Ἕλληνες κενοδοξίαν Gal.6.415
.4 lavish outlay for public purposes, munificence,ἡ πρὸς ὑμᾶς φ. Aeschin.3.19
, cf. POxy. 1153.16 (i A. D.), Dacia 1.273 ([place name] Tomi), BCH51.99 ([place name] Panamara), etc.: pl., occasions for munificence, Plu.Nic.3.II the object coveted, honour, distinction, credit,ἔστιν τὸ γράμμα ἐκείνῳ μὲν φ. πρὸς ὑμᾶς D.20.69
;φ. παρέχειν τινί X.Hier.1.27
; ἐκείνῳ ἔχει φ. is to his credit, D.2.3;ψευδῆ φ. κτᾶται Aeschin.3.45
;ἑνὶ τὴν φ. συνεχώρησεν Plu. Phoc.20
; both in sg. and pl., ἀποστερεῖσθαι τῆς φιλοτιμίας or τῶν -ιῶν, D.24.210, 19.223, cf. 24.91 (pl.); στέφανος φιλοτιμίας διὰ βίου, as an honour, Rev.Arch.22(1925).62 ([place name] Callatis); φιλοτιμίας χρυσίον charitable fund, ib.34(1931).347 ([place name] Stobi).III punningly, the conduct of one Philotimus, Cic.Att.6.9.2, 7.1.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλοτιμία
См. также в других словарях:
φιλονικία — φιλονῑκίᾱ , φιλονεικία fem nom/voc/acc dual φιλονῑκίᾱ , φιλονεικία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) φιλονικίᾱ , φιλονικία love of victory fem nom/voc/acc dual φιλονικίᾱ , φιλονικία love of victory fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλονικίᾳ — φιλονῑκίαι , φιλονεικία fem nom/voc pl φιλονῑκίᾱͅ , φιλονεικία fem dat sg (attic doric aeolic) φιλονικίᾱͅ , φιλονικία love of victory fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλονικία — και φιλονεικία, η, ΝΜΑ [φιλόνικος / φιλόνεικος] 1. εριστική διάθεση 2. λογομαχία, καβγάς αρχ. (με θετ. σημ.) άμιλλα, συναγωνισμός («ἔστω τούτων... κατὰ νόμον ἅμιλλά τε καὶ φιλονεικία», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
φιλονικία — η διχόνοια, διένεξη, λογομαχία, διαπληκτισμός, μάλωμα, τσάκωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλονικίας — φιλονῑκίᾱς , φιλονεικία fem acc pl φιλονῑκίᾱς , φιλονεικία fem gen sg (attic doric aeolic) φιλονικίᾱς , φιλονικία love of victory fem acc pl φιλονικίᾱς , φιλονικία love of victory fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφισβήτηση — η (Α ἀμφισβήτησις) 1. αντίθετη γνώμη για κάτι, αντίρρηση, διαφωνία αρχ. 1. αντιλογία επάνω σε κάτι, φιλονικία, έριδα 2. αφορμή για φιλονικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφισβητῶ. ΠΑΡ. αμφισβητήσιμος] … Dictionary of Greek
νείκος — νεῑκος, τὸ (Α) 1. έριδα, φιλονικία («οὐδὲν ἔτι πλέον ἐγένετο τούτων ἐς νεῑκος φέρον Ἴωσι», Ηρόδ.) 2. λογομαχία, ύβρη («Αἶαν νεῑκος ἄριστε, κακοφραδές», Ομ. Ιλ.) 3. δικαστικός αγώνας, διαφορά, φιλονικία σε δίκη («κρίνων νείκεα πολλά δικαζομένων… … Dictionary of Greek
φιλόνικος — και φιλόνεικος, η, ο / φιλόνικος και φιλόνεικος, ον, ΝΜΑ αυτός που τού αρέσει να φιλονικεί, φίλερις, καβγατζής αρχ. 1. (με θετική σημ.) φιλότιμος («ἀντὶ φιλονείκων καὶ φιλοτίμων ἀνδρῶν φιλοχρήματοι τελευτῶντες ἐγένοντο», Πλάτ.) 2. (το ουδ ως… … Dictionary of Greek
φιλονικίαι — φιλονῑκίαι , φιλονεικία fem nom/voc pl φιλονῑκίᾱͅ , φιλονεικία fem dat sg (attic doric aeolic) φιλονικίᾱͅ , φιλονικία love of victory fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλονικίαν — φιλονῑκίᾱν , φιλονεικία fem acc sg (attic doric aeolic) φιλονικίᾱν , φιλονικία love of victory fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θηβαΐς — I Νομός της Αιγύπτου κατά την αρχαιότητα, στο νότιο μέρος της, με πρωτεύουσα τις αρχαίες Θήβες. Στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες η περιοχή έγινε το καταφύγιο πολλών χριστιανών, που καταδιώκονταν για δογματικούς λόγους. Εκεί αφοσιώθηκαν στον… … Dictionary of Greek