Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

φιλονικία

См. также в других словарях:

  • φιλονικία — φιλονῑκίᾱ , φιλονεικία fem nom/voc/acc dual φιλονῑκίᾱ , φιλονεικία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) φιλονικίᾱ , φιλονικία love of victory fem nom/voc/acc dual φιλονικίᾱ , φιλονικία love of victory fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλονικίᾳ — φιλονῑκίαι , φιλονεικία fem nom/voc pl φιλονῑκίᾱͅ , φιλονεικία fem dat sg (attic doric aeolic) φιλονικίᾱͅ , φιλονικία love of victory fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλονικία — και φιλονεικία, η, ΝΜΑ [φιλόνικος / φιλόνεικος] 1. εριστική διάθεση 2. λογομαχία, καβγάς αρχ. (με θετ. σημ.) άμιλλα, συναγωνισμός («ἔστω τούτων... κατὰ νόμον ἅμιλλά τε καὶ φιλονεικία», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

  • φιλονικία — η διχόνοια, διένεξη, λογομαχία, διαπληκτισμός, μάλωμα, τσάκωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλονικίας — φιλονῑκίᾱς , φιλονεικία fem acc pl φιλονῑκίᾱς , φιλονεικία fem gen sg (attic doric aeolic) φιλονικίᾱς , φιλονικία love of victory fem acc pl φιλονικίᾱς , φιλονικία love of victory fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφισβήτηση — η (Α ἀμφισβήτησις) 1. αντίθετη γνώμη για κάτι, αντίρρηση, διαφωνία αρχ. 1. αντιλογία επάνω σε κάτι, φιλονικία, έριδα 2. αφορμή για φιλονικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφισβητῶ. ΠΑΡ. αμφισβητήσιμος] …   Dictionary of Greek

  • νείκος — νεῑκος, τὸ (Α) 1. έριδα, φιλονικία («οὐδὲν ἔτι πλέον ἐγένετο τούτων ἐς νεῑκος φέρον Ἴωσι», Ηρόδ.) 2. λογομαχία, ύβρη («Αἶαν νεῑκος ἄριστε, κακοφραδές», Ομ. Ιλ.) 3. δικαστικός αγώνας, διαφορά, φιλονικία σε δίκη («κρίνων νείκεα πολλά δικαζομένων… …   Dictionary of Greek

  • φιλόνικος — και φιλόνεικος, η, ο / φιλόνικος και φιλόνεικος, ον, ΝΜΑ αυτός που τού αρέσει να φιλονικεί, φίλερις, καβγατζής αρχ. 1. (με θετική σημ.) φιλότιμος («ἀντὶ φιλονείκων καὶ φιλοτίμων ἀνδρῶν φιλοχρήματοι τελευτῶντες ἐγένοντο», Πλάτ.) 2. (το ουδ ως… …   Dictionary of Greek

  • φιλονικίαι — φιλονῑκίαι , φιλονεικία fem nom/voc pl φιλονῑκίᾱͅ , φιλονεικία fem dat sg (attic doric aeolic) φιλονικίᾱͅ , φιλονικία love of victory fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλονικίαν — φιλονῑκίᾱν , φιλονεικία fem acc sg (attic doric aeolic) φιλονικίᾱν , φιλονικία love of victory fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θηβαΐς — I Νομός της Αιγύπτου κατά την αρχαιότητα, στο νότιο μέρος της, με πρωτεύουσα τις αρχαίες Θήβες. Στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες η περιοχή έγινε το καταφύγιο πολλών χριστιανών, που καταδιώκονταν για δογματικούς λόγους. Εκεί αφοσιώθηκαν στον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»