-
81 επαναφωνεω
-
82 επταφθογγος
-
83 ερωτοπλανος
-
84 ευφθογγος
-
85 ηδυμελιφθογγος
-
86 καλλιφθογγος
-
87 λαθιφθογγος
-
88 λιγυφθογγος
-
89 μελιφθογγος
-
90 μενουνγε
conj., тж. раздельно1) но, а, напротив(ἀλλὰ λέγω, μέ οὐκ ἤκουσαν; μ., εἰς πᾶσαν τέν γῆν ἐξῆλθεν ὅ φθόγγος αὐτῶν NT.)
2) да, поистине(μ., μακάριοι οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον NT.)
-
91 ξυμφθογγος
-
92 οξυφθογγος
-
93 ους
ὠτός, эп.-ион. οὖας, οὔατος, дор. ὦς τό (gen. dual. ὤτοιν; pl.: ὦτα, gen. ὤτων, dat. ὠσί - эп. οὔασι)1) ухо Hom.ὀρθὰ ἱστάναι τὰ ὦτα Her. — насторожить уши;
φθόγγος βάλλει δι΄ ὤτων Soph. — слух доходит до ушей;δι΄ ὠτὸς ἐννέπειν πρός τινα Soph. — сказать кому-л. на ухо;ὦτα ἔχειν Plut. — (внимательно) слушать;εἰς τὸ οὖς ἀκούειν NT. — лично слышать;ὦτα βασιλέως Xen., Plut. — царевы уши, т.е. подслушиватели, шпионы2) ушко, ручка(οὔατα, sc. τῶν τριπόδων Hom.; τὰ ὦτα τοῦ ἀμφορέως Plut.)
3) οὖς Ἀφροδίτης Arst. Венерино ушко (Sigaretus haliotoides, моллюск из класса брюхоногих) -
94 πολυφθογγος
-
95 προαναφωνεω
1) раньше произносить(ὅ προαναφωνούμενος φθόγγος Sext.)
2) предпосылать в виде введения -
96 προσφθογγος
2обращающийся с приветствиемμῦθοι πρόσφθογγοι Aesch. — слова приветствия;
π. σοι νόστου βοά Aesch. — возгласы в честь твоего возвращения -
97 πτερωτος
3 и 21) крылатый, пернатый(ὄρνιθες Eur.; sc. ζῷα Arst.; ὄφιες Her.)
2) оперенный(τοξεύματα Eur.)
3) быстрокрылый, стремительный(Διὸς βροντή Soph.; ἅρμα Eur.)
4) производимый крыльями(φθόγγος Arph.)
5) сделанный из перьев(χιτωνίσκοι Plut.)
-
98 σαινω
(fut. σᾰνῶ, aor. ἔσηνα - дор. ἔσᾱνα)1) вилять, махать(οὐρῇ Hom. и οὐραν Soph.)
σ. κέρκῳ τινά Arph. — вилять хвостом перед кем-л.2) вилять хвостом(σαίνοντες κύνες Hom.)
3) ласкаться, быть ласковым(πρός τινα и τινά Pind.)
4) радоваться(ποτὴ ἀγγελίαν Pind.; τέν ὑπόσχεσιν Luc.)
5) льстить, лебезить, обхаживатьὑδαρεῖ σ. φιλότητι Aesch. — льстить притворной дружбой;
σ. μόρον τε καὴ μάχην ἀψυχίᾳ Aesch. — трусливо стараться избежать смерти и сражения;σαίνεσθαι ὑπ΄ ἐλπίδος Aesch. — льстить себя надеждой6) ласкать, радовать, нравиться(τέν ψυχήν Arst.; παιδός με σαίνει φθόγγος Soph.)
οὔ με σαίνει θέσφατα Eur. — не по душе мне (эти) пророчества7) pass. колебаться, смущаться(ἐν ταῖς θλίφεσι NT.)
-
99 σολοικος
21) неправильно говорящий, допускающий ошибки(φθόγγος Anacr.) (жители Сол Киликийских говорили, якобы, на особенно испорченном греческом языке)
2) невоспитанный, неотесанный, грубый Arst., Plut., Luc.σ. τῷ τρόπῳ Xen. — с дурными манерами
-
100 συμφθογγος
См. также в других словарях:
φθόγγος — any clear masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθόγγος — ο, ΝΜΑ 1. η ανθρώπινη, κυρίως, φωνή, η οποία παράγεται από τα φωνητικά όργανα 2. το σχετικό γραφικό σύμβολο, γράμμα (α. «ο φθόγγος α» β. «ὦ παιδίον ἐν τῷ τελευταίῳ τῶν φθόγγων ὑπὸ βαρβαρισμοῡ πρὸς τὸ σίγμα ἐξενεχθῆναι καὶ εἰπεῑν ὦ παιδίος ἀντὶ… … Dictionary of Greek
φθόγγος — ο 1. ο έναρθρος ήχος που παράγεται με τα φωνητικά όργανα, η φωνή, ο ήχος της φωνής. 2. (μουσ.), ήχος ορισμένης οξύτητας που παράγεται από την ανθρώπινη φωνή ή από μουσικό όργανο, ο μουσικός ήχος, το μουσικό σημείο, η νότα. 3. το φθογγόσημο (βλ. λ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νότα ή φθόγγος — Τα ιδιαίτερα σημεία που χαρακτηρίζουν ένα σύστημα σημειογραφίας. Στη λατινική περιοχή κάθε ν. αναγνωρίζεται από την ορολογία που υιοθέτησε ο Γκουίντο ντ’ Αρέτσο: ντο (ή ουτ), ρε, μι, φα, σολ, λα. Το σι εισήχθη αργότερα. Στην αγγλοσαξονική περιοχή … Dictionary of Greek
φθόγγε — φθόγγος any clear masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθόγγοι — φθόγγος any clear masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθόγγοιν — φθόγγος any clear masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθόγγοις — φθόγγος any clear masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθόγγοισι — φθόγγος any clear masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθόγγον — φθόγγος any clear masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθόγγου — φθόγγος any clear masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)