Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

φθόγγος

  • 1 Voice

    subs.
    P. and V. φωνή, ἡ, φθέγμα, τό (Plat.), φθόγγος, ὁ (Plat.), V. φθογγή, ἡ, αὐδή, ἡ, φώνημα, τό, γήρυμα, τό, Ar. and V. γῆρυς, ἡ, ἠχώ, ἡ; see Sound, Cry.
    Prophetic voice: V. κληδών, ἡ, ὀμφή, ἡ (also in acc. sing. ὄπα, Eur., Hipp. 1321; Or. 1669).
    Of animals: P. and V. φθέγμα, τό (Plat.), φθόγγος, ὁ (Plat.), V. φθογγή, ἡ, βοή, ἡ.
    Have a voice in, met.: P. and V. μετέχειν (gen.); see Share.
    Have a loud voice: P. μέγα φθέγγεσθαι.
    A fine voice, subs.: P. εὐφωνία, ἡ (Dem. 450).
    Having a fine voice, adj.: Ar. and P. εὔφωνος. P. καλλίφωνος (Plat.).
    Give the voice play, v.: P. φωνασκεῖν.
    Voice production, subs.: P. φωνασκία, ἡ.
    With one voice: see Unanimously, Together.
    They all cried with one voice: Ar. οἱ δʼ ἐξ ἑνὸς στόματος ἅπαντες ἀνέκραγον (Eg. 670).
    They all din into us with one voice: P. πάντες ἐξ ἑνὸς στόματος ὑμνοῦσι (Plat., Rep. 364A).
    With one voice: V. ἁθρόῳ στόματι (Eur., Bacch. 725).
    ——————
    v. trans.
    Give utterance to: P. and V. φθέγγεσθαι (acc.), V. φωνεῖν (acc.); see Express.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Voice

  • 2 звук

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > звук

  • 3 ре

    ре
    с нескл. муз. ὁ φθόγγος ρέ.

    Русско-новогреческий словарь > ре

  • 4 фонема

    фонема
    ж лингв. ὁ φθόγγος.

    Русско-новогреческий словарь > фонема

  • 5 crotchet

    ['kro it]
    (in music, a note equal to half a minim.) τέταρτο (μουσικός φθόγγος)

    English-Greek dictionary > crotchet

  • 6 флигель

    [φλίγιαλ'] ουσ. α πτέ-фонема [φανιέμα] ουσ. θ. ρυγα(γλωσ.) φθόγγος

    Русско-греческий новый словарь > флигель

  • 7 фонема

    [φανιέμα] ουσ θ (γλωσ.) φθόγγος

    Русско-эллинский словарь > фонема

  • 8 бабочка

    θ.
    1. πεταλούδα.
    2. μτφ. φθόγγος, παπιγιόν, λαιμοδέτης.

    Большой русско-греческий словарь > бабочка

  • 9 ге

    ουδ. άκλ. γκε, ο φθόγγος του ρωσικού γράμματος «Г».

    Большой русско-греческий словарь > ге

  • 10 голос

    -а (-у), πλθ. голоса α.
    1. φωνή, φθόγγος•

    высокий голос ψηλή φωνή•

    низкий голос χαμηλή φωνή•

    тонкий голос ψιλή (λεπτή) φωνή•

    голос соловья φωνή αηδονιού•

    звонкий голос ηχηρή φωνή•

    глухой -υπόκωφη φωνή•

    мужской голос ανδρική φωνή•

    женский голос γυναικεία φωνή•

    узнать по -у γνωρίζω από τη φωνή•

    во весь голос μ’ όλη τη δύναμη της φωνής, στεντόρεια•

    прислушиваться к -у масс αφουγκράζομαι τη φωνή (γνώμη) των μαζών.

    2. (μουσ.) φωνή•

    второй голос δεύτερη φωνή.

    3. ήχος•

    голос ветра η βουή του ανέμου.

    4. μτφ. υπαγόρευση•

    голос рассудка η φωνή της λογικής•

    голос совести η φωνή της συνείδησης•

    голос крови η φωνή του αίματος (εσωτερική παρόρμηση εκδίκησης φόνου)•

    голос страсти η φωνή του πάθους.

    5. η ψήφος•

    право -а δικαίωμα ψήφου•

    решающий голос θετική ψήφος•

    совещательный голос συμβουλευτική ψήφος•

    лишать права на -а στερώ το δικαίωμα ψήφου (του εκλέγειν)•

    произвести подсчет -ов κάνω διαλογή των ψήφων•

    избрать большинством -ов εκλέγω με πλειοψηφία.

    εκφρ.
    в голос ή не своим -ом кричать, плакать – μεγαλόφωνα, δυνατά κράζω, κλαίω• (все) в один голос (όλοι) με μια φωνή, ομόφωνα•
    в -е (быть) – ηχώ καλά•
    с -а учить, запоминать – φωναχτά μαθαίνω, απομνημονεύω•
    с чужого -а говорить – είμαι μεγάφωνο άλλου, είμαι φερέφωνο, δεν έχω δική μου γνώμη.

    Большой русско-греческий словарь > голос

  • 11 до

    до 1
    πρόθ. με γεν. (όριο)
    1. μέχρι, ως, εως•

    -последней капли крови ως την τελευταία ρανίδα αίματος•

    с головы до ног από το κεφάλι ως τα πόδια•

    от Москвы до Афин από τη Μόσχα ως την Αθήνα•

    от начала до конца από την αοχή ως το τέλος•

    ждать до вечера περιμένω, ως το βράδυ•

    отложить до возвращения αναβάλλω ως την επιστροφή•

    до сих пор ως τώρα•

    мая ως το Μάη•

    до завтра ως αύριο.

    2. πριν, προ, προτού•

    заплатить до срока πληρώνω πριν την προθεσμία•

    до обеда πριν το μεσημέρι ή πριν το γεύμα•

    до нового года ως το τέλος του χρόνου, πριν τον καινούριο χρόνο•

    до революции πριν την επανάσταση, προεπαναστατικά•

    -нашей эры πρίν.Χριστό•

    до отъезда πριν την αναχώρηση•

    до войны πριν τον πόλεμο, προπολεμικά•

    до темноты πρίν σκοτεινιάσει.

    3. (οριο, βαθμό)•

    до ужаса μέχρι φρίκης•

    до чего он хитр τι πονηρός που είναι•

    промок до костей βράχηκα μέχρι το κόκκαλο•

    мне не до смеху δεν έχω τίποτε το γελείο•

    теперь не шуток τώρα δεν έχει (δε χωρούν) αστεία•

    некоторой степени ως ένα βαθμό.

    || (ποσοτικό όριο)•

    это обойдтся до пяти рублей αυτό θά στοιχίσει μέχρι πέντε ρούβλια.

    4. περίπου, ίσαμε, ως, περί•

    их было до двадцати человек αυτοί ήταν περίπου είκοσι άτομα.

    5. (σχέση) για•

    мне не до шуток, не до смеху δεν έχω διάθεση γι' αστεία, για γέλια•

    мне не до вас δεν έχω καιρό ν' ασχοληθώ μέ σας•

    мне нет до этого αυτό δε με αφορά εμένα, δε μ' ενδιαφέρει.

    εκφρ.
    что до – όσον αφορά•
    что -меня – όσον αφορά εμένα.
    до 2
    ουδ. άκλ. ο μουσικός φθόγγος ντό.

    Большой русско-греческий словарь > до

  • 12 звук

    α.
    ήχος• αχή, αχός•

    слабый звук αδύνατος ήχος•

    монотонный звук μονότονος ήχος•

    музыкальный звук μουσικός ήχος•

    звук голоса ήχος φωνής•

    странный звук παράξενος ήχος•

    звук выстрела η εκπυρσοκρότηση•

    гласный звук το φωνήεν•

    согласный звук το σύμφωνο•

    чистый звук καθαρός ήχος•

    посторонний звук (ράδιο) παράσιτα•

    издавать звук ηχώ, αναδίδω, εκπέμπω ήχο•

    ни -а ούτε λέξη (δεν πρόφερε)•

    скорость -а ταχύτητα ήχου•

    под -и музыки υπό τους ήχους της μουσικής.

    || φθόγγος•

    -и и буквы φθόγγοι και γράμματα.

    εκφρ.
    пустой звук – κούφια λόγια, αερολογήματα•
    ни -а – ούτε τσιμουδιά, απόλυτη σιγή.

    Большой русско-греческий словарь > звук

  • 13 зэ

    ουδ. άκλιτο• ζε (ο φθόγγος του γράμματος «З»).

    Большой русско-греческий словарь > зэ

  • 14 квинта

    θ.
    ο πέμπτος μουσικός φθόγγος κλίμακας. || το διάστημα της πέμπτης. || η λε-τδτερη χορδή μουσικού οργάνου.

    Большой русско-греческий словарь > квинта

  • 15 ля

    ουδ. άκλ. λα (μουσικός φθόγγος).

    Большой русско-греческий словарь > ля

  • 16 медиум

    α.
    1.το μέντιουμ.
    2. μέσος μουσικός φθόγγος.

    Большой русско-греческий словарь > медиум

  • 17 ми

    ουδ. άκλ. μι (μουσ. φθόγγος).

    Большой русско-греческий словарь > ми

  • 18 нота

    θ.
    1. (μουσ.) φθόγγος, φθογγόσημο, νότα.
    2. πλθ. -ы νότες, μουσικό κείμενο•

    петь по -ам τραγουδώ με νότες•

    играть по -ам παίζω με νότες•

    играть без нот παίζω χωρίς νότες•

    положить на -ы τονίζω, μελοποιώ.

    3. τόνος•

    в е голосе слышались -ты раздражения στη φωνή της διακρίνονταν ο εκνευριστικός τόνος.

    εκφρ.
    как по -ам – εύκολα, χωρίς κόπο, ευχερώς•
    на одну -у ή в одну -у – μονότονα.
    θ.
    διακοίνωση διπλωματική, νότα•

    нота протеста νότα διαμαρτυρίας•

    обмен -ами ανταλλαγή διακοινώσεων.

    Большой русско-греческий словарь > нота

  • 19 нотка

    θ.
    1. (μουσ.) φθόγγος, νότα.
    2. τόνος, τονισμός.
    3. φθγγόσημο, νότα.

    Большой русско-греческий словарь > нотка

  • 20 отвердеть

    -ет
    ρ.σ. σκληρύνομαι, -ραίνομαι. || μτφ. γίνομαι, άσπλαχνος. || (για σύμφωνα) γίνομαι σκληρό, χάνω τη• μαλακότητα ως φθόγγος.

    Большой русско-греческий словарь > отвердеть

См. также в других словарях:

  • φθόγγος — any clear masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθόγγος — ο, ΝΜΑ 1. η ανθρώπινη, κυρίως, φωνή, η οποία παράγεται από τα φωνητικά όργανα 2. το σχετικό γραφικό σύμβολο, γράμμα (α. «ο φθόγγος α» β. «ὦ παιδίον ἐν τῷ τελευταίῳ τῶν φθόγγων ὑπὸ βαρβαρισμοῡ πρὸς τὸ σίγμα ἐξενεχθῆναι καὶ εἰπεῑν ὦ παιδίος ἀντὶ… …   Dictionary of Greek

  • φθόγγος — ο 1. ο έναρθρος ήχος που παράγεται με τα φωνητικά όργανα, η φωνή, ο ήχος της φωνής. 2. (μουσ.), ήχος ορισμένης οξύτητας που παράγεται από την ανθρώπινη φωνή ή από μουσικό όργανο, ο μουσικός ήχος, το μουσικό σημείο, η νότα. 3. το φθογγόσημο (βλ. λ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νότα ή φθόγγος — Τα ιδιαίτερα σημεία που χαρακτηρίζουν ένα σύστημα σημειογραφίας. Στη λατινική περιοχή κάθε ν. αναγνωρίζεται από την ορολογία που υιοθέτησε ο Γκουίντο ντ’ Αρέτσο: ντο (ή ουτ), ρε, μι, φα, σολ, λα. Το σι εισήχθη αργότερα. Στην αγγλοσαξονική περιοχή …   Dictionary of Greek

  • φθόγγε — φθόγγος any clear masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθόγγοι — φθόγγος any clear masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθόγγοιν — φθόγγος any clear masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθόγγοις — φθόγγος any clear masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθόγγοισι — φθόγγος any clear masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθόγγον — φθόγγος any clear masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθόγγου — φθόγγος any clear masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»