-
41 ἄ-φθογγος
-
42 ἐννεά-φθογγος
ἐννεά-φθογγος, neuntönig, -stimmig, Μουσῶν μέλος p. bei Stob. fl. 97, 17.
-
43 ἑπτά-φθογγος
ἑπτά-φθογγος, siebentönig, κιϑάρα Eur. Ion 881; λύρα Clem. Al.
-
44 ἑτερό-φθογγος
ἑτερό-φθογγος, anders tönend, redend, Synes.
-
45 ὑγρό-φθογγος
ὑγρό-φθογγος, λάγυνος, eine Flasche, die beim Ausgießen von der darin befindlichen Flüssigkeit ertönt, also glucksend, M. Arg. 21, 3 (6, 248).
-
46 ἰσό-φθογγος
ἰσό-φθογγος, gleichtönend, Nonn. 6, 202.
-
47 ἡδυ-μελί-φθογγος
ἡδυ-μελί-φθογγος, mit honigsüßer Stimme, heißt Simonides, Ep. ad. 520 (IX, 571).
-
48 ἡδύ-φθογγος
ἡδύ-φθογγος, Hesych. Erkl. von ἠχητής.
-
49 φθόγγε
φθόγγοςany clear: masc voc sg -
50 φθόγγοι
φθόγγοςany clear: masc nom /voc pl -
51 φθόγγοιν
φθόγγοςany clear: masc gen /dat dual -
52 φθόγγοις
φθόγγοςany clear: masc dat pl -
53 φθόγγοισι
φθόγγοςany clear: masc dat pl (epic ionic aeolic) -
54 φθόγγον
φθόγγοςany clear: masc acc sg -
55 φθόγγου
φθόγγοςany clear: masc gen sg -
56 φθόγγους
φθόγγοςany clear: masc acc pl -
57 φθόγγων
φθόγγοςany clear: masc gen pl -
58 φωνή
φων-ή, ἡ,A sound, tone, prop., the sound of the voice, whether of men or animals with lungs and throat (ἡ φωνὴ ψόφος τίς ἐστιν ἐμψύχου Arist.de An. 420b5
, cf. 29, HA 535a27, PA 664b1); opp. φθόγγος (v.φθόγγος 11
):I mostly of human beings, speech, voice, utterance,φ. ἄρρηκτος Il.2.490
;ἀτειρέα φ. 17.555
; φ. δέ οἱ αἰθέρ' ἵκανεν, of Ajax' battle-cry, 15.686; of the battle- cry of an army,Τρώων καὶ Ἀχαιῶν.. φ. δεινὸν ἀϋσάντων 14.400
: pl., of the cries of market-people, X.Cyr.1.2.3;ὁ τόνος τῆς φ. Id.Cyn.6.20
, D.18.280, Aeschin.3.209; ὀξεῖα, βαρυτέρα, λεία, τραχεῖα φ., Pl.Ti. 67b;φ. μαλακή Ar.Nu. 979
(anap.); μιαρά, ἀναιδής, Id.Eq. 218, 638: with Verbs,φωνὴν ῥῆξαι Hdt.1.85
, Ar.Nu. 357 (anap.);φ. ἱέναι Hdt.2.2
, 4.23, Pl.Phdr. 259d, etc.;φ. ἥσει E.HF 1295
;προΐεσθαι Aeschin.2.23
;ἀρθροῦν X.Mem.1.4.12
;διαρθρώσασθαι Pl.Prt. 322a
;ἐντείνασθαι Aeschin.2.157
;φ. ἐπαρεῖ D.19.336
; with his voice, aloud,Il.
3.161, Pi.P.9.29;εἶπε τῇ φωνῇ τὰ ἀπόρρητα Lys.6.51
;διὰ ζώσης φωνῆς Anon.Geog.Epit.1p.488M.
; μιᾷ φ. with one voice, Luc. Nigr.14; ἀπὸ φωνῆς, c. gen., dictated by.., Choerob.in Thd.1.103 tit., Marin. in Euc.Dat.p.234 M., Olymp. in Grg.p.1 N., Pall. in Hp.2.1 D.: pl., αἱ φ. the notes of the voice, Pl.Grg. 474e;σχήμασι καὶ φωναῖς Arist. Rh. 1306a32
: prov., φωνῇ ὁρᾶν, of a blind man, S.OC 138 (anap.); πᾶσαν, τὸ λεγόμενον, φ. ἱέντα, i.e. using every effort, Pl.Lg. 890d, cf. Euthd. 293a;πάσας ἀφιέναι φωνάς Id.R. 475a
, D.18.195;φωνὰς ἀπρεπεῖς προΐεντο PTeb.802.15
(ii B. C.).2 the cry of animals, as of swine, dogs, oxen, Od.10.239, 12.86, 396; of asses, Hdt.4.129; of the nightingale, song, Od.19.521;ἄνθρωπος πολλὰς φωνὰς ἀφίησι, τὰ δὲ ἄλλα μίαν Arist.Pr. 895a4
.3 any articulate sound, opp. inarticulate noise ([etym.] ψόφος), φ. κωκυμάτων S.Ant. 1206
;ὥσπερ φωνῆς οὔσης κατὰ τὸν ἀέρα πολλάκις καὶ λόγου ἐν τῇ φωνῇ Plot.6.4.12
:στοιχεῖόν ἐστι φ. ἀδιαίρετος Arist.Po. 1456b22
; also esp. of vowelsound, opp. to that of consonants, Pl.Tht. 203b, Arist.HA 535a32; in literary criticism, of sound, opp. meaning, Phld.Po.5.20 (pl.), 21.4 of sounds made by inanimate objects, mostly Poet.,κερκίδος φ. S.Fr. 595
; (lyr.);αὐλῶν Mnesim.4.56
(anap.); rare in early Prose,ὀργάνων φωναί Pl.R. 397a
; freq. in LXX,ἡ φ. τῆς σάλπιγγος LXX Ex.20.18
; φ. βροντῆς ib. Ps.103(104).7;ἡ φ. αὐτοῦ ὡς φ. ὑδάτων πολλῶν Apoc.1.15
.5 generally, sound, defined as ἀὴρ πεπληγμένος, πληγὴ ἀέρος, Zeno Stoic.1.21, Chrysipp.ib.2.43.2 language, hdt.4.114, 117;φ. ἀνθρωπηΐη Id.2.55
;ἀγνῶτα φ. βάρβαρον A.Ag. 1051
;φωνὴν ἥσομεν Παρνησίδα Id.Ch. 563
, cf. E.Or. 1397 (lyr.), Th.6.5, 7.57, X.Cyn.2.3, Pl.Ap. 17d, etc.;τῶν βαρβάρων πρὶν μαθεῖν τὴν φ. Id.Tht. 163b
;κατὰ τὴν Ἀττικὴν τὴν παλαιὰν φ. Id.Cra. 398d
, cf. 409e.III phrase, saying,τὴν Σιμωνίδου φ. Id.Prt. 341b
;ἡ τοῦ Σωκράτους φ. Plu.2.106b
, cf. 330f, etc.; of formulae,στοιχειώματα καὶ φ. Epicur.Ep.1p.4U.
, cf. Sent.Vat.41 (= Metrod. Fr.59);αἱ σκεπτικαὶ φ. S.E.P.1.14
, cf. Jul.Or.5.162b, etc.b message, Sammelb.7252.21 (iii/iv A. D.).V loud talk, bragging, Epicur.Sent.Vat. 45. -
59 πτερωτός
πτερωτός, befiedert; ὄχος, Aesch. Prom. 135; Suppl. 510; Διὸς βροντή, Soph. O. C. 1460, die Schnelligkeit bezeichnend; τόξων πτερωτὰς γλυφίδας, Eur. Or. 274, wie πτερωτοῖς τοξεύμασι, Herc. Fur. 571; auch ἔγχη, 1098; φϑόγγος, Ar. Av. 1198; u. in Prosa, πτίλα Her. 2, 76, ὄφιες 2, 75, wie Anacr. 33, 11 die Biene nennt; Plat. Phaedr. 251 b u. Folgde; προςκεφάλαια, mit Federn gestopft, Poll. 6, 10.
-
60 πνόος
См. также в других словарях:
φθόγγος — any clear masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθόγγος — ο, ΝΜΑ 1. η ανθρώπινη, κυρίως, φωνή, η οποία παράγεται από τα φωνητικά όργανα 2. το σχετικό γραφικό σύμβολο, γράμμα (α. «ο φθόγγος α» β. «ὦ παιδίον ἐν τῷ τελευταίῳ τῶν φθόγγων ὑπὸ βαρβαρισμοῡ πρὸς τὸ σίγμα ἐξενεχθῆναι καὶ εἰπεῑν ὦ παιδίος ἀντὶ… … Dictionary of Greek
φθόγγος — ο 1. ο έναρθρος ήχος που παράγεται με τα φωνητικά όργανα, η φωνή, ο ήχος της φωνής. 2. (μουσ.), ήχος ορισμένης οξύτητας που παράγεται από την ανθρώπινη φωνή ή από μουσικό όργανο, ο μουσικός ήχος, το μουσικό σημείο, η νότα. 3. το φθογγόσημο (βλ. λ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νότα ή φθόγγος — Τα ιδιαίτερα σημεία που χαρακτηρίζουν ένα σύστημα σημειογραφίας. Στη λατινική περιοχή κάθε ν. αναγνωρίζεται από την ορολογία που υιοθέτησε ο Γκουίντο ντ’ Αρέτσο: ντο (ή ουτ), ρε, μι, φα, σολ, λα. Το σι εισήχθη αργότερα. Στην αγγλοσαξονική περιοχή … Dictionary of Greek
φθόγγε — φθόγγος any clear masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθόγγοι — φθόγγος any clear masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθόγγοιν — φθόγγος any clear masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθόγγοις — φθόγγος any clear masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθόγγοισι — φθόγγος any clear masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθόγγον — φθόγγος any clear masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθόγγου — φθόγγος any clear masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)