-
1 ἡδυ-μελί-φθογγος
ἡδυ-μελί-φθογγος, mit honigsüßer Stimme, heißt Simonides, Ep. ad. 520 (IX, 571).
-
2 ἡδυμελίφθογγος
-
3 ηδυμελιφθογγος
См. также в других словарях:
ηδύφθογγος — ἡδύφθογγος, ον (Α) αυτός που εκφέρει γλυκούς φθόγγους, γλυκύφθογγος, γλυκύφωνος. επίρρ... ἡδυφθόγγως (Μ) με ηδύφθογγο τρόπο, γλυκύφωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + φθόγγος (< φθόγγος < φθέγγομαι) πρβλ. μελί φθογγος, οξύ φθογγος] … Dictionary of Greek