-
1 λαθιφθογγος
-
2 λαθίφθογγος
λᾰθῐ-φθογγος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαθίφθογγος
-
3 λαθίφθογγος
λαθί-φθογγος, die Stimme vergessen machend, stumm machend, der Tod -
4 λαθιφθόγγοιο
λαθίφθογγοςrobbing of voice: masc /fem /neut gen sg (epic)
См. также в других словарях:
λαθίφθογγος — λαθίφθογγος, ον (Α) (ως επίθ. τού θανάτου) αυτός που κάνει κάποιον άλαλο, που τού αποστερεί τη φωνή («θανάτοιο λαθιφθόγγοιο», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθι (βλ. λαθικηδής) + φθόγγος (πρβλ. οξύ φθογγος)] … Dictionary of Greek
λαθιφθόγγοιο — λαθίφθογγος robbing of voice masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)