Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

φεψάλυξ

См. также в других словарях:

  • φεψάλυξ — spark masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φεψάλυξ — υγος, ὁ, Α (ποιητ. τ.) 1. φέψαλος* 2. μτφ. ίχνος («ἀλλ οὐδὲ μοιχοῡ καταλέλειπται φεψάλυξ», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φέψαλος + επίθημα υξ, υγος (πρβλ. πομφόλ υξ)] …   Dictionary of Greek

  • φεψαλύγων — φεψάλυξ spark masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φεψάλυγες — φεψάλυξ spark masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φεψάλυγος — φεψάλυξ spark masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταρβάλυξ — υγος, ὁ, Α ταρακτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάρβος «φόβος» + εκφραστικό ένθημα λ και ουρανικό επίθημα υγ ς (πρβλ. πομφόλυξ, φεψάλυξ)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»