-
1 φέψελος
-
2 φέψαλος
-
3 φέψαλος
A gloss on φεψάλυξ, Hsch.):—spark, piece of the embers, Ar.Ach. 668 (lyr.), V. 227, Arist.Mete. 367a5:— [full] φεψάλυξ [pron. full] [ᾰ], ῠγος, ὁ, Archil.126, Ar.Lys. 107, Plb.1.48.6: prov. phrases, ἀσπὶς ἐν τῷ φεψάλῳ κρεμήσεται, i.e. will be hung in the chimney, of things laid by and unused, Ar.Ach. 279; οὐδὲ φεψάλυξ not so much as.., Id.Lys. l. c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φέψαλος
См. также в других словарях:
φέψελος — ὁ, Α ιων. τ. βλ. φέψαλος … Dictionary of Greek
φέψαλος — και ιων. τ. φέψελος, ὁ, Α 1. σπινθήρας από ξύλα ή από αναμμένα πρίνινα κάρβουνα 2. το κάτω πλατύ τμήμα τής καπνοδόχης («ἀσπὶς ἐν τῷ φεψάλῳ κρεμήσεται», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φέ ψ αλος (< *φε φσ αλος) έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη… … Dictionary of Greek