-
1 φαρετρεων
-
2 φαρετρεών
-
3 φαρετρεών
φαρετρεώνmasc nom /voc sg -
4 φαρετρέων
φαρέτραquiver: fem gen pl (epic ionic) -
5 φαρετρεών
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φαρετρεών
-
6 συβήνη
-
7 καλύπτρα
καλύπτρα, ἡ, Hülle, Decke, bes. Kopfbedeckung der Frauen, Schleier; κεφαλῇ δ' ἐπέϑηκε καλύπτρην Od. 5, 232. 10, 545; Il. 22, 406; Aesch. Pers. 529; übertr., δνοφεραὶ καλύπτραι, von der Nacht, Ch. 798; Plat. Alc. I, 123 b u. Sp.; καλύπτρας τῶν φαρετρέων ποιεῠνται, Deckel, Her. 4, 64.
-
8 καλυπτρα
ἥ1) покрывало, покровδνοφεραὴ καλύπτραι Aesch. — темные покровы (ночи)2) крышка(τῶν φαρετρέων Her.)
3) «покрывало» (земельный надел персидских цариц, доходы с которого формально предназначалась на покупку нарядов) Plat. -
9 φαρετρεώνα
-
10 φαρετρεῶνα
-
11 φαρετρεώνας
-
12 φαρετρεῶνας
-
13 φαρετρεώνες
-
14 φαρετρεῶνες
-
15 κάλυπτρα
A veil or head-dress,ἀπὸ δὲ λιπαρὴν ἔρριψε καλύπτρην Il.22.406
, cf. Od.5.232, Parm.1.10, A.Pers. 537 (anap.), Supp. 122;κ. πλοκάμων Archil.18
; esp. bride's veil, Euph.107.4: metaph., δνοφερὰ κ. the dark veil of night, A.Ch. 811 (lyr.).2 land given to queens as veil-money (cf.ζώνη 1.3
), Pl.Alc.1.123c, Aristid.Or.19(41).4.2 seed-capsule, Gp.11.11.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάλυπτρα
-
16 καλύπτρα
καλύπτρα, ἡ, Hülle, Decke, bes. Kopfbedeckung der Frauen, Schleier; übertr., δνοφεραὶ καλύπτραι, von der Nacht; καλύπτρας τῶν φαρετρέων ποιεῠνται, Deckel -
17 φαρέτρα
См. также в других словарях:
φαρετρεών — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρετρεών — ώνος, ὁ, Α η φαρέτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαρέτρα με παρέκταση εών (πρβλ. ἐσχάρα: ἐσχαρεών)] … Dictionary of Greek
φαρετρέων — φαρέτρα quiver fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρετρεῶνα — φαρετρεών masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρετρεῶνας — φαρετρεών masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρετρεῶνες — φαρετρεών masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρεός — ὁ, Α μεγάλο κομμάτι υφάσματος, φᾱρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παρεκτεταμένη μορφή τής λ. φᾶρος* «ύφασμα» (< *φαρFεσ yο ), πρβλ. ἐγχείη, φαρέτρα: φαρετρεών] … Dictionary of Greek