-
41 εναπομασσω
атт. ἐναπομάττω напечатлевать, отпечатывать(ἐναπομάξαι τι, σφραγῖδες ἐναπομάττονται τοῖς κηροῖς Plut.)
; перен. запечатлевать(φαντασία ἐναπομεμαγμένη Sext.)
-
42 εναποσφραγιζω
-
43 καταληπτικος
31) останавливающий, прекращающийκ. τοῦ θορυβητικοῦ Arph. — умеющий унимать шум
2) схватывающий, восприимчивый(φαντασία Plut., Luc., Sext.)
-
44 κατοπτρικος
-
45 πληκτικος
31) готовый наносить удары, драчливый(γυνή, σκόρπιος Arst.)
2) совершаемый с помощью ударов (острогой)θήρα πληκτική Plat. — ловля рыб острогой
3) побудительный(δύναμις Plut.)
4) резкий, сильный(ἀρώματα Sext.)
5) яркий, отчетливый(φαντασία Sext.)
6) возбуждающий, пьянящий(π. καὴ μανικός, sc. οἶνος Plut.)
-
46 άρρωστος
η, ο [ος, ον ] 1.1) прям., перен. больной;σοβαρά άρρωστος — тяжело больной;
άρρωστη φαντασία — больное воображение;
από τί είναι άρρωστ; — чем он болен?;
2) с испорченным настроением; морально подавленный;2. (ο) больной; пациент -
47 δημιουργώ
(ε) μετ.1) создавать, творить; 2) быть зачинщиком (беспорядков); вызывать, причинять (зло);§ δημιουργώ ζήτημα — поднимать шум;
μας δημιούργησε ζητήματα он нам доставил много хлопот;δημιουργώ με τη φαντασία μου — выдумывать, сочинять
-
48 εξημμένος
-
49 ζωηρός
η, ό [α, όν ]1) живой, подвижной, резвый; проворный;ζωηρό παιδάκι (πνεύμα) — живой ребёнок (ум);
2) (слишком) живой, шаловливый (о ребёнке);3) жизнерадостный; оживлённый, активный, энергичный;ζωηρή συζήτηση — оживлённое обсуждение, оживлённая беседа;
ζωηρή κίνηση — оживлённое движение (на улицах);
ζωηρή εμπορική κίνηση — оживлённая торговля;
4) живой, яркий, сильный; выразительный;ζωηρά χρώματα — живые, яркие краски;
ζωηρά μάτια — живые, выразительные глаза;
ζωηρή ανάμνηση (φαντασία) — живое воспоминание (воображение);
ζωηρό ενδιαφέρον — живой интерес;
-о μίσος глубокая ненависть;5) быстрый, энергичный (о походке);ζωηρός βηματισμός — твёрдый шаг;
6) живой, игривый, кокетливый;η κοπέλλα αυτή είναι πολύ ζωηρή — а) эта девушка очень живая, кокетливая; — б) девица лёгкого поведения
-
50 ηφαιστειακός
η, ό[ν]1) вулканический, относящийся к вулкану; 2) бурный, олень сильный;ηφαιστειακή φαντασία — безудержная фантазия
-
51 νοσηρός
η, ό [ά, όν ]1) нездоровый, вредный для здоровья;νοσηρή ατμόσφαιρα — нездоровая атмосфера;
νοσηρό κλίμα — вредный климат;
2) болезнетворный;3) перен. больной, нездоровый, болезненный;νοσηρή φαντασία — больная фантазия, больное воображение;
νοσηρές ιδέες (τάσεις) — нездоровые мысли (тенденции);
νοσηρός εγωισμός — болезненное самолюбие
-
52 συνδυαστικός
η, ό[ν]1) связывающий, сочетающий; комбинирующий; комбинаторный (спец); 2) сопоставительный; 3) ассоциирующий; ассоциативный;συνδυαστική φαντασία — ассоциативное воображение
-
53 υψιπέτης
-
54 φτωχός
η, ό1) бедный, неимущий, нищий; 2) бедный, убогий;φτωχή φαντασία — убогое воображение;
3) бедный, скудный;τροφή φτωχή σε βιταμίνες — пища, бедная витаминами;
φτωχή φύση — скудная природа;
φτωχό εδαφος — скудная почва;
4) бедный, несчастный;§ φτωχός Λάζαρος — очень бедный человек;
όπου φτωχός κί η μοίρα του — беднякам никогда не везёт; — бедному жениться и ночь коротка
-
55 Φαντασιών
-
56 Φαντασιῶν
-
57 Φαντασίη
-
58 Φαντασίῃ
-
59 φαντασιών
φαντασίαappearing: fem gen plφαντασιόωbring images before the mind of: pres part act masc voc sg (doric aeolic)φαντασιόωbring images before the mind of: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)φαντασιόωbring images before the mind of: pres part act masc nom sgφαντασιόωbring images before the mind of: pres inf act (doric) -
60 φαντασιῶν
φαντασίαappearing: fem gen plφαντασιόωbring images before the mind of: pres part act masc voc sg (doric aeolic)φαντασιόωbring images before the mind of: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)φαντασιόωbring images before the mind of: pres part act masc nom sgφαντασιόωbring images before the mind of: pres inf act (doric)
См. также в других словарях:
φαντασία, η — και φαντασ(ι)ά, η και φανταξ(ι)ά, η 1. η δύναμη με την οποία μία έννοια γίνεται φανερή, παρασταίνεται στο νου. 2. η ψυχική ικανότητα για αναπαράσταση πραγμάτων ή γεγονότων με το νου, η αναπόληση: Με τη φαντασία μου ζω τα παιδικά μου χρόνια. 3. η… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαντασία — φαντασίᾱ , φαντασία appearing fem nom/voc/acc dual φαντασίᾱ , φαντασία appearing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φαντασία — Φαντασίᾱ , Φαντασία appearing fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φαντασίᾳ — Φαντασίᾱͅ , Φαντασία appearing fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαντασία — Με την πλατιά έννοια, μπορεί να ονομαστεί η παραγωγή εικόνων, συνειδητών δηλαδή νοητικών παραστάσεων, που έχουν κάποιον βαθμό ομοιότητας με αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου ή κάποια αναφορά σε αυτά. Ο βαθμός συνάφειας του υποκειμενικού ψυχικού… … Dictionary of Greek
φαντασίᾳ — φαντασίαι , φαντασία appearing fem nom/voc pl φαντασίᾱͅ , φαντασία appearing fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φαντασία καταληπτική — (phantasia kataleptike) (греч.) постигающее представление (стоики). Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
επιστημονική φαντασία — Αφηγηματικό είδος (διηγήματα, μυθιστορήματα, ποιήματα, ύλη ειδικών περιοδικών, ταινίες, βιντεοπαιχνίδια) που αντανακλά τις φανταστικές ή αληθοφανείς θεωρίες οι οποίες στηρίζονται σε έναν ορισμένο τύπο επιστημονικών προφητειών και έχουν ως… … Dictionary of Greek
Φαντασίας — Φαντασίᾱς , Φαντασία appearing fem acc pl Φαντασίᾱς , Φαντασία appearing fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαντασίας — φαντασίᾱς , φαντασία appearing fem acc pl φαντασίᾱς , φαντασία appearing fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαντασίαι — φαντασία appearing fem nom/voc pl φαντασίᾱͅ , φαντασία appearing fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)