Перевод: с греческого на все языки

φτωχ

Ничего не найдено.

Попробуйте поискать во всех возможных языках

или измените свой поисковый запрос.

См. также в других словарях:

  • -αδάκι — κατάληξη υποκοριστικών, π.χ. φτωχ αδάκι, βορι αδάκι, ντολμ αδάκι. Αποτελεί επεκτεταμένη μορφή τής υποκοριστικής καταλήξεως άκι από την κατάληξη τού πληθ. αδες, π.χ. παράς παράδες παραδάκι …   Dictionary of Greek

  • πετραδάκι — το, Ν μικρή πέτρα, λιθαράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + υποκορ. κατάλ. αδάκι (πρβλ. φτωχ αδάκι)] …   Dictionary of Greek

  • χαϊδούλης — ο, Ν παραχαϊδεμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάιδι / χάδι + υποκορ. κατάλ. ούλης (πρβλ. φτωχ ούλης)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»