Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κατοπτρικός

См. также в других словарях:

  • κατοπτρικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοπτρικός — ή, ό (Α κατοπτρικός, ή, όν) [κάτοπτρον] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κάτοπτρο (α. «κατοπτρικά όργανα» β. «κατοπτρικό φασματόμετρο» γ. «κατοπτρικήν εἶναι φαντασίαν τοῡ ἡλίου, τὰς αὐγάς πρὸς τὸν οὐρανὸν ἀνακλῶντος», Πλούτ.) 2. το θηλ. ως… …   Dictionary of Greek

  • κατοπτρικά — κατοπτρικός of neut nom/voc/acc pl κατοπτρικά̱ , κατοπτρικός of fem nom/voc/acc dual κατοπτρικά̱ , κατοπτρικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοπτρικῶν — κατοπτρικός of fem gen pl κατοπτρικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοπτρικόν — κατοπτρικός of masc acc sg κατοπτρικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοπτρικαῖς — κατοπτρικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοπτρικοῖς — κατοπτρικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοπτρικούς — κατοπτρικός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοπτρικῆς — κατοπτρικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοπτρική — κατοπτρικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοπτρικήν — κατοπτρικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»