-
1 κατοπτρικος
-
2 κατοπτρικός
κατοπτρικόςof: masc nom sg -
3 κατοπτρικός
A of or in a mirror,φαντασία Placit.3.1.2
; ἐμφάσεις ib.3.2.1; τὰ κ. reflected images, ib.3.5.6; but, Theory of Reflexion, title of work by Hero, Damian.Opt.14:—also [suff] κατοπτρ-κή, ἡ, Procl. in Euc.p.40 F.; [suff] κατοπτρ-κόν, τό, Hero *Deff.135.12. Adv. - κῶς by reflexion,βλέπεσθαι Placit.2.24.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατοπτρικός
-
4 κατοπτρικός
κατ-οπτρικός, ή, όν, zum Spiegel gehörig; φαντασία, Spiegelbild oder Erscheinung; ἡ κατοπτρική, sc. ἐπιστήμη, die Lehre von den im Spiegel zurückgeworfenen Strahlen, Katoptrik -
5 κατοπτρικά
κατοπτρικόςof: neut nom /voc /acc plκατοπτρικά̱, κατοπτρικόςof: fem nom /voc /acc dualκατοπτρικά̱, κατοπτρικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
6 κατοπτρικόν
κατοπτρικόςof: masc acc sgκατοπτρικόςof: neut nom /voc /acc sg -
7 κατοπτρικούς
κατοπτρικόςof: masc acc pl -
8 κατοπτρική
κατοπτρικόςof: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
9 κατοπτρικήν
κατοπτρικόςof: fem acc sg (attic epic ionic) -
10 κατοπτρικών
-
11 κατοπτρικῶν
-
12 κατοπτρικής
-
13 κατοπτρικῆς
-
14 κατοπτρικαίς
-
15 κατοπτρικαῖς
-
16 κατοπτρικοίς
-
17 κατοπτρικοῖς
-
18 κατοπτρικώς
-
19 κατοπτρικῶς
-
20 κατοπτρικάς
κατοπτρικά̱ς, κατοπτρικόςof: fem acc pl
См. также в других словарях:
κατοπτρικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοπτρικός — ή, ό (Α κατοπτρικός, ή, όν) [κάτοπτρον] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κάτοπτρο (α. «κατοπτρικά όργανα» β. «κατοπτρικό φασματόμετρο» γ. «κατοπτρικήν εἶναι φαντασίαν τοῡ ἡλίου, τὰς αὐγάς πρὸς τὸν οὐρανὸν ἀνακλῶντος», Πλούτ.) 2. το θηλ. ως… … Dictionary of Greek
κατοπτρικά — κατοπτρικός of neut nom/voc/acc pl κατοπτρικά̱ , κατοπτρικός of fem nom/voc/acc dual κατοπτρικά̱ , κατοπτρικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοπτρικῶν — κατοπτρικός of fem gen pl κατοπτρικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοπτρικόν — κατοπτρικός of masc acc sg κατοπτρικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοπτρικαῖς — κατοπτρικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοπτρικοῖς — κατοπτρικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοπτρικούς — κατοπτρικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοπτρικῆς — κατοπτρικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοπτρική — κατοπτρικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοπτρικήν — κατοπτρικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)