-
1 εναποσφραγιζω
-
2 ἐναποσφραγίζω
V 0-0-0-0-1=1 4 Mc 15,4to impress in or on -
3 ἐναποσφραγίζω
A impress in or on,ψυχῆς ὁμοιότητα εἰς παιδὸς Χαρακτῆρα LXX 4 Ma.15.4
: abs., D.L.7.46:— [voice] Med.,οὐ γὰρ ἂν -σφραγίσαιτο τὰ ἔξω τὴν ἑαυτῶν φύσιν Epicur.Ep.1p.11U.
:—[voice] Pass., ZenoStoic.1.18.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐναποσφραγίζω
-
4 ἐναποσφρᾱγίζω
-
5 εναποσφραγίζει
ἐναποσφραγίζωimpress in: pres ind mp 2nd sgἐναποσφραγίζωimpress in: pres ind act 3rd sg -
6 ἐναποσφραγίζει
ἐναποσφραγίζωimpress in: pres ind mp 2nd sgἐναποσφραγίζωimpress in: pres ind act 3rd sg -
7 εναποσφραγίζομεν
ἐναποσφραγίζωimpress in: pres ind act 1st plἐναποσφραγίζωimpress in: imperf ind act 1st pl (homeric ionic) -
8 ἐναποσφραγίζομεν
ἐναποσφραγίζωimpress in: pres ind act 1st plἐναποσφραγίζωimpress in: imperf ind act 1st pl (homeric ionic) -
9 εναποσφραγιζομένους
-
10 ἐναποσφραγιζομένους
-
11 εναποσφραγιζόμενοι
-
12 ἐναποσφραγιζόμενοι
-
13 εναποσφραγιζόμενος
-
14 ἐναποσφραγιζόμενος
-
15 εναποσφραγισαμένους
-
16 ἐναποσφραγισαμένους
-
17 εναποσφραγισθείσα
-
18 ἐναποσφραγισθεῖσα
-
19 εναποσφραγίζοντες
-
20 ἐναποσφραγίζοντες
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εναποσφραγίζω — ἐναποσφραγίζω (Α) 1. αποτυπώνω κάτι σαν με σφραγίδα, απεικονίζω, αποτυπώνω κάτι 2. (απολ.) αποτυπώνω, σφραγίζω (και το μέσ. με την ίδια σημασία) … Dictionary of Greek
ἐναποσφραγίζει — ἐναποσφραγίζω impress in pres ind mp 2nd sg ἐναποσφραγίζω impress in pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναποσφραγίζομεν — ἐναποσφραγίζω impress in pres ind act 1st pl ἐναποσφραγίζω impress in imperf ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναποσφραγιζομένους — ἐναποσφραγίζω impress in pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναποσφραγιζόμενοι — ἐναποσφραγίζω impress in pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναποσφραγιζόμενος — ἐναποσφραγίζω impress in pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναποσφραγισαμένους — ἐναποσφραγίζω impress in aor part mid masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναποσφραγισθεῖσα — ἐναποσφραγίζω impress in aor part pass fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναποσφραγίζοντες — ἐναποσφραγίζω impress in pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναποσφραγίσαιτο — ἐναποσφραγίζω impress in aor opt mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναποσφραγίσηται — ἐναποσφραγίζω impress in aor subj mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)