-
1 φανερὰ
явныеявны явно φανεράΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > φανερὰ
-
2 φανερά
явныφανερὰΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > φανερά
-
3 φανερος
1) видимый, зримый, заметныйἔχειν πάντα φανερά Her. — быть видимым во всех своих частях;
εἰς φανερὰν ὄψιν βαίνειν Eur. — обнаруживать себя, показываться;τοὔργον παρέσται φανερόν Soph. — это будет видно;φανερὰ οὐσία Isae., Dem. — видимое, т.е. недвижимое имущество;τὸν σῖτον ἐς τὸ φανερὸν φέρειν Thuc. — публично объявить о своих хлебных запасах;ὑπ΄ οὐδενὸς φανεροῦ Plut. — без всякой видимой причины2) открытый(ὁδός Pind.)
φανεραὴ ἐσβολαὴ ἐς Αἴγυπτον Her. — свободные подступы к Египту;αἱ φανεραὴ πηγαί Thuc. — открытые источники3) открытый, очевидный, явный(ἔχθρα πρός τινα Thuc.)
τέν ψῆφον φανερὰν φέρειν или τιθέναι Plat. — голосовать открыто (явно);ἀπικόμενοι φανεροί εἰσι ἐς πόλιν Her. — известно, что они пришли в город;ὅσα μέ φ. ἦν ὅπως ἐγίγνωσκεν Xen. — неясно было, что он об этом думает;ἐκ τοῦ φανεροῦ Thuc., Xen. — открыто, явно;αἱ ἐς τὸ φανερὸν λεγόμεναι αἰτίαι Thuc. — открыто называемые причины;ἐν τῷ φανερῷ Thuc., Xen., Plat. — открыто, публично, всенародно;κατὰ τὸ φανερὸν εἰπεῖν Arph. — высказаться во всеуслышание4) видный, выдающийся, славныйπόλις ἥ μεγίστη τῶν φανερῶν Xen. — величайший из славных городов -
4 αφυλακτος
21) не охраняемый, незащищенный(ἥ ἑωυτῶν, sc. γῆ Her.; ἀ. καὴ ἄκλῃστος Thuc.)
2) неосторожный, неосмотрительный, беспечный, небдительный(στρατιῶται Thuc., Plut.; πρός τι Arst.)
ἀφυλάκτῳ τινὴ ἐπιπεσέειν Her. — напасть на кого-л. врасплох3) от которого невозможно уберечься, неминуемый(τὸ πεπρωμένον Plut.)
4) располагающий к беспечности(τὰ λίαν φανερά Arst.)
-
5 δεικνυμι
1) редко med. показывать, указывать(ὁδόν, τινά τινι Hom.; ἔς τινα и ἔς τι Her.; med. τῷ δακτύλῳ Arst.)
2) указывать, изобличать(τὸν κτανόντα Soph.)
3) показывать, разъяснять4) являть, посылать(σῆμα βροτοῖσιν Hom.; ἐλαίας πρῶτον κλάδον Eur.)
5) проявлять, обнаруживать(προθυμίαν Thuc.)
δεῖξαι τέν δύναμιν Thuc. — показать (свою) силу, т.е. оказать сопротивление;ὃς δ΄ ἂν ἀντιβαίνειν πειρᾶται, δεικνύσθω ἐνθαῦτα ἐὼν πολέμιος Her. — кто попытается противиться, тот да будет объявлен (нашим) врагом;ἐν φανερῷ ἔδειξαν ἑτοῖμοι ἀμύνεσθαι Thuc. — они ясно показали, что готовы дать отпор (противнику)6) обнаруживаться, выявляться, выяснятьсяδείξει δέ τάχα Arph. — это скоро обнаружится, т.е. сейчас сам увидишь
7) показывать, доказывать(ἔργῳ Xen.; τὰ φανερὰ διὰ τῶν ἀφανῶν Arst.)
δ. διὰ τοῦ ἀδυνάτου Arst. — доказывать через невозможность (обратного), т.е. от противного;δέδεικται ἡμῖν, ὅτι … Plat. — нами доказано что …;δεῖξαι ἑτέραν ἀπόκρισιν Plat. — дать другое решение вопроса8) med. (= δειδίσκομαι См. δειδισκομαι) приветствовать(τινα μύθοισι или χρυσέοισι κυπέλλοις Hom.)
πλησάμενος οἴνοιο δέπας, δείδεκτ΄ Ἀχιλῆα Hom. — наполнив чашу вином, он обратился с приветствием к Ахиллу -
6 φανερός
η, ό [ά, όν ] явный, очевидный; открытый, неприкрытый; ясный, заметный, видимый;χωρίς καμιά φανερή αίτια — без всякой видимой причины;
είναι φανερό — очевидно, ясно;
§ είναι φως φανερό — ясно как (божий) день; — яснее ясного;
στα φανερά — при всех, публично; — открыто;
ουδέν κρυπτόν, ό ου μη φανερόν γενήσεται — или ουκ εστί κρυπτόν, ό — ой φανερόν γενήσεται — всё тайное становится явным
-
7 ψηφοφορία
η голосование, баллотировка;μυστική ψηφοφορία — тайное голосование;
φανερά ( — или ανοιχτή) ψηφοφορία — открытое голосование;
βάζω σε ψηφοφορία — или θέτω εις ψηφοφορίαν — ставить на голосование;
απέχω της ψηφοφορίας ( — или απ' την ψηφοφορία) — или κάνω ( — или δηλώνω) αποχή από την ψηφοφορία — воздерживаться от голосования
См. также в других словарях:
φανερά — φανερός visible neut nom/voc/acc pl φανερά̱ , φανερός visible fem nom/voc/acc dual φανερά̱ , φανερός visible fem nom/voc sg (attic doric aeolic) φανερός visible neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φανερά — Ν επίρρ. βλ. φανερός … Dictionary of Greek
φανερᾷ — φανερός visible fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φανέρ' — φανερά , φανερός visible neut nom/voc/acc pl φανερά̱ , φανερός visible fem nom/voc/acc dual φανερά̱ , φανερός visible fem nom/voc sg (attic doric aeolic) φανερά , φανερός visible neut nom/voc/acc pl φανερέ , φανερός visible masc voc sg φανερέ ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φανερᾶι — φανερᾷ , φανερός visible fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φανεράν — φανερά̱ν , φανερός visible fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φανεράς — φανερά̱ς , φανερός visible fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
εμφανής — ές (AM ἐμφανής, ές) ο καθαρά διακρινόμενος, έκδηλος, κατάδηλος, ορατός, φανερός, ολοφάνερος αρχ. μσν. επιφανής, σημαντικός, ένδοξος («ἀποσταλεὶς ἀνήρ Αἰγύπτιος», Διόδ. Σικ.) μσν. 1. φρ. «ἐμφανὴς γίγνομαι» παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι 2. φρ. «εἰς τὸ … Dictionary of Greek
φανερός — ή, ό / φανερός, ά, όν, ΝΜΑ, και θηλ. και ός, και φανειρός, ά, όν, Α 1. αυτός που φαίνεται, ορατός, εμφανής, ευδιάκριτος (α. «φανερός στόχος για τους εχθρούς» β. «τὸ δὲ πάλαι φανερῶν τῶν πηγῶν οὐσῶν», Θουκ.) 2. φρ. «στα φανερά» και «ἐς [και εἰς]… … Dictionary of Greek
Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… … Dictionary of Greek