-
1 φανερώνω
[фанэроно] р. разъяснять, показывать, раскрывать, обнаруживать, разоблачать.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φανερώνω
-
2 объявить
-явли, -явишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. объявленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.μ.1. ανακοινώνω, γνωστοποιώ• κοινοποιώ• δηλώνω•объявить о своём несогласии δηλώνω ότι δε συμφωνώ•
объявить приговор ανακοινώνω καταδικαστική απόφαση•
объявить своё мнение, свою волю γνωστοποιώ τη γνώμη μου, τη θέληση μου.
|| (αν)αγγέλλω δημοσιεύω•объявить приятную новость αναγγέλλω ευχάριστη είδηση•
объявить о выходе книги αναγγέλλω την έκδοση βιβλίου.
|| εκφράζω•объявить благодарность εκφράζω την ευαρέσκεια.
|| φανερώνω, δείχνω•объявить свои намерения φανερώνω τις διαθέσεις μου.
|| καταγγέλλω•объявить о прекращении перемирия καταγγέλλω την ανακωχή.
|| φανερώνω, αποκαλύπτω, λέγω•объявить своё имя λέγω το όνομα μου (το ποιος είμαι).
2. κηρύσσω•объявить войну κηρυσσω τον πόλεμο•
объявить мобилизацию κηρύσσω επιστράτευση.
|| προκηρύσσω•объявить конкурс προκηρύσσω διαγωνισμό.
|| διακηρύσσω, διαγορεύω•объявить кого сумасшедшим διαδίδω για κάποιον ότι είναι τρελλός.
1. (απλ.) εμφανίζομαι, προβάλλω, παρουσιάζομαι.2. παλ. κηρύσσομαι. -
3 проявить
проявить, проявлять 1) (выказывать) εκδηλώνω, δείχνω, φανερώνω 2) фото εμφανίζω \проявиться εκδηλώνομαι* * *= проявлять1) ( выказывать) εκδηλώνω, δείχνω, φανερώνω2) фото εμφανίζω -
4 изъявлять
изъяв||ля́тьнесов ἐκδηλώνω, ἐκδηλώ, φανερώνω, δείχνω:\изъявлятьлять желание φανερώνω ἐπιθυμίαν. -
5 обнаруживать
обнару́ж||иватьнесов1. (делать видимым, показывать) φανερώνω, δείχνω, ἀποκαλύπτω:\обнаруживатьивать радость ἐκδηλώνω χαρά·2. (выказывать, проявлять) ἐκδηλώνω, φανερώνω, ἐμφανίζω·3. (отыскивать) ἀνακαλύπτω, βρίσκω, εὐρίσκω / ἀποκαλύπτω (раскрывать). -
6 открывать
открыватьнесов1. ἀνοίγω/ ξεσκεπάζω (что-л. покрытое):\открывать дверь ἀνοίγω τήν πόρτα· \открывать грудь ξεστηθώνομαν \открывать зонт ἀνοίγω τήν όμπρέλλα·2. (учреждение и т. п.) ἀνοίγω, εγκαινιάζω / αποκαλύπτω (памятник и т. п.)·3. (разоблачать) αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω, φανερώνω:\открывать правду φανερώνω τήν αλήθεια· \открывать тайну αποκαλύπτω τό μυστικό·4. (о научных открытиях) ανακαλύπτω/ εφευρίσκω (изобретать)·5. (начинать что-л.) ἀνοίγω, ἀρχίζω:\открывать военные действия ἀρχίζω τίς εχθροπραξίες, ἀρχίζω τίς πολεμικές επιχειρήσεις· \открывать огонь ἀνοίγω πυρά· \открывать собрание ἀνοίγω τήν συνεδρίαση· \открывать счёт а) (в сберкассе и т. η.) ἀνοίγω λογαριασμό, б) спорт. ἀνοίγω τό σκορ· \открыватькредит ἀνοίγω πίστωση· ◊ \открывать кому-л. глаза на что-л. ἀνοίγω κάποιου τά μάτια· \открывать сердце кому́-л. ἀνοίγω κάποιου τήν καρδιά μου· \открывать карты ἀνοίγω τά χαρτιά μου. -
7 вывести
-веду, -ведешь, παρλθ. χρ. вывел, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. выведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выведенный, βρ: -ден, -а, -оρ.σ.μ.1. μεταφέρω έξω, αποσύρω• βγάζω έξω,εκδιώκω•вывести войска из города αποσύρω τα στρατεύματα από την πόλη•
вывести нарушителя спокойствия βγάζω έξω τον ταραχοποιό.
|| αποκλείω• вывести кого-н. из игры αποκλείω κάποιον από το παιγνίδι.2. βγάζω έξω οδηγώντας•вывести под руки βγάζω έξω από το χέρι.
|| μετοικίζω•вывести крестьян в незаселенные места μετοικίζω τους αγρότες σε απατόίκητα μέρη.
3. βγάζω από μια κατάσταση•вывести из состояния покоя διαταράσσω, διασαλεύω.
4. συνάγω, καταλήγω στη γνώμη, βγάζω συμπέρασμα κ.τ.τ. вывести формулу βγάζω τύπο (φόρμουλα).5. (για πτηνά) παράγω,εκκολάπτω•вывести цыплят βγάζω πουλάκια.
6. (για ζώα) παράγω, δημιουργώ ράτσα• (γιά φυτά) παράγω, βγάζω ποικιλία•вывести засухоустойчивую пшеницу δημιουργώ (βγάζω) ποικιλία σιταριού ξηρασι|ανθεκτική.
7. ανεγείρω, χτίζω, οικοδομώ.8. εξαλείφω, καθαρίζω•вывести пятна βγάζω τους λεκέδες.
|| εξοντώνω, εξολοθρεύω, καταστρέφω, ξεκάνω•вывести клопов καταστρέφω τους κοριούς•
вывести сорняки καταστρέφω τα ζιζάνια.
9. σχεδιάζω, γράφω• τραγουδώ, εκτελώ με ζήλο•вывести узоры διακοσμώ, φτιάχνω στολίδια.
10. παρασταίνω, απεικονίζω (σε φιλολογικό έργο).εκφρ.вывести наружу – φανερώνω, αποκαλύπτω, βγάζω στα φόρα•вывести в лвди – βγάζω, (προωθώ) στην κοινωνία•вывести из себя – κάνω κάποιον να γίνει εκτός εαυτού (να χάσει την αυτοκυριαρχία του)•вывести из терпения – κάνω (φέρω στο σημείο) να χάσει την υπομονή (να εξοργιστεί)•вывести на дорогу – βγάζω στο σωστό δρόμο (της ζωής)•вывести на чистую ή свежую воду кого – ξεσκεπάζω, φανερώνω, βγάζω στα φόρα κάποιον.1. εξαφανίζομαι, εξαλείφομαι, εκλείπω, χάνομαι•знахари давно –лись οι κομπογιαννίτες εξέλειψαν, από καιρό.
|| βγαίνω απο• τη συνήθεια, τη χρήση κ.τ.τ., χάνομαι, εξαφανίζομαι•-лись старые обычаи ξεχάστηκαν οι παλιές συνήθειες•
-лись сохи πάνε πια τα ξύλινα αλέτρια.
2. καταστρέφομαι, εξολοθρεύομαι, εξοντώνομαι, εξαλείφομαι•-лась моль εξαφανίστηκε ο σκώρος.
|| καθαρίζομαι, βγαίνω, εξαλείφομαι•-лось пятно βγήκε ο λεκές.
3. εκκολάπτομαι•птицы давно -лись τα πουλάκια από καιρό βγήκαν.
-
8 открыть
-рою, -роешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. открытый, βρ: -крыт, -а, -оρ.σ.1. ανοίγω•открыть сундук ανοίγω το σεντούκι•
открыть зонтик ανοίγω την ομπρελίτσα•
открыть окно ανοίγω το παράθυρο•
открыть кастрюлю ξεκουπώνω την κατσαρόλα•
открыть банку консервов ανοίγω την κονσέρβα ή το κονσερβοκούτι.
|| ξεκλειδώνω•открыть дверь ξεκλειδώνω την πόρτα.
|| μτφ. αφήνω ελεύθερα κάνω προσιτό•открыть границу ανοίγω τα σύνορα•
открыть дорогу к знанию (μτφ.) ανοίγωτο δρόμο για τις γνώσεις.
2. αποκαλύπτω, εμφανίζω, φανερώνω δείχνω•открыть карты (χαρτπ.) δείχνω τα χαρτιά.
3. (διάφορες σημ.) открыть свет ανάβω το φως•открыть газ ανοίγω το γκαζ•
открыть воду ανοίγω το νερό (την κάνουλα)•
открыть новую школу ανοίγω καινούριο σχολείο•
открыть клуб ανοίγω λέσχη.
4. αρχίζω•открыть собрание ανοίγω τη συνέλευση•
открыть театральный сезон ανοίγω τη θεατρική περίοδο•
открыть огонь ανοίγω πυρ, αρχίζω τα πυρά.
5. αποκαλύπτω, φανερώνω•открыть тайну εκμυστηρεύομαι.
6. ανακαλύπτω•колумб -ыл америку ο Κολόμπος ανακάλυψε την Αμερική.
εκφρ.открыть америку – (ειρν. για γνωστό πια γεγονός) ανακαλύπτω την Αμερική•открыть глаза кому – ανοίγω τα μάτια κάποιου (κάνω κάποιον να αντιληφθεί)•открыть счёт – α)ανοίγω λογαριασμό, βάζω χρήματα στο ταμιευτήριο), β) αρχίζω την πληρωμή με λογαριασμό (για τράπεζα)• γ) ανοίγω το σκορ. δ) έχω (κάνω) την πρώτη επιτυχία.1. ανοίγω•чемодан -лся η βαλίτσα άνοιξε•
книга -лась το βιβλίο άνοιξε.
|| ξεκλειδώνομαι•дверь -лась ключом η πόρτα άνοιξε με το κλειδί.
2. ξανοίγομαι, εκτείνομαι, απλώνομαι. || (για μέλη του σώματος)διακρίνομαι, φαίνομαι. || μτφ. αποκαλύπτομαι.3. γίνομαι γνωστός, έρχομαι στο φως, βγαίνω στην επιφάνεια, στα φόρα• ανακαλύπτομαι•-лся заговор ανακαλύφτηκε συνομωσία.
4. αρχίζω,κάνω έναρξη•театр -лся το θέατρο άνοιξε.
5. εκμυστηρεύομαι όλα.6. (για πληγή) ανοίγω.εκφρ.глаза -лись – τα μάτια άνοιξαν (άρχισα να καταλαβαίνω). -
9 проглотить
-лочу, -лотишь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проглоченный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ.1. καταπίνω•проглотить лекарство καταπίνω το φάρμακο.
2. μτφ. πιστεύω αφελώς ή ανέχομαι κάτιαδιαμαρτύρητα: проглотить оскорбление ανέχομαι την προσβολή. || μτφ. συγκρατώ, δε φανερώνω, καταπνίγω•проглотить волнение δε φανερώνω την ταραχή.
3. μτφ. δεν εκφέρω•проглотить слово καταπίνω τη λέξη.
4. μτφ. καταβροχθίζω, διαβάζω γρήγορα.• я проглотитьил за вечер книгу για ένα βράδυ διάβασα ένα βιβλίο.εκφρ.проглотить язык – καταπίνω ή δαγκώνω τη γλώσσα (δέχομαι αδιαμαρτύρητα, το βουλώνω)•язык -тишь – να γλείφεις και τα δάχτυλα (από τη νοστιμάδα). -
10 вскрывать
1. горн. εκσκάπτω, σκάβω, διανοίγω 2. (распечатывать) αποσφραγίζωανοίγω3. мед. (труп) κάνω νεκροψίανεκροτομώ(напр. нарыв) ανοίγω (π χ το απόστημα)4. (обнаруживать, выявлять) αποκαλύπτω, φανερώνωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вскрывать
-
11 выявлять
1. (проявлять) εκδηλώνω, φανερώνω 2. (обнаруживать) ανιχνεύω, ανακαλύπτω, αποκαλύπτω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выявлять
-
12 показывать
1. (о приборе) δείχνω, (καταδεικνύω. - условно - σχηματικά 2. (представлять для рассмотрения, показа) δείχνω 3. (разъяснять, делать понятным) εξηγώ 4. (проявлять, обнаруживать) εμφανίζω, φανερώνω 5. (являться свидетельством, доказательством) αποδείχνω, καταδείχνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > показывать
-
13 разоблачать
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разоблачать
-
14 раскрыть
1. (открыть что-л. закрытое) ανοίγω 2. (сделать видным, обнажить) ανοίγω, ξεσκεπάζω, φανερώνω 3. (объяснить скрытый, внутренний смысл чего-л.) αποκαλύπτω 4. (установить что-л. путём исследования) ανακαλύπτω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > раскрыть
-
15 вскрывать
вскрыватьнесов1. (распечатывать) ἀποσφραγίζω, ξεβουλλώνω, ἀνοίγω:\вскрывать конверт ἀνοίγω τό φάκελλο·2. мед. κάνω νεκροψία, νεκροτομώ (труп)/ σχάζω, (δι)ανοίγω (нарыв)·3. перен (обнаруживать) ἀποκαλύπτω, φανερώνω, ξεσκεπάζω. -
16 выдавать
выдаватьнесов, выдать сов Ϊ. (что-либо) δίνω, παραδίνω, ἐγχειρίζω/ διανέμω, μοιράζω (распределять)·2. (властям) παραδίνω, ἐκδίδω·3. (предавать, доносить) καταγγέλλω, προδίνω·4. (обнаруживать) ἀποκαλύπτω, φανερώνω:\выдавать себя ἀποκαλύπτομαι, προδίνομαι·5. (за что-л. или за кого-л.):\выдавать чужую работу за свой παρουσιάζω ξένη δουλειά γιά δική μου· \выдавать себя за профессора κάνω τόν καθηγητή, παρουσιάζομαι γιά καθηγητής· ◊ \выдавать замуж παντρεύω. -
17 выказать
выказатьсов, выказывать несов ἐκδηλώνω, φανερώνω, δείχνω. -
18 выражать
выража||тьнесов1. ἐκφράζω, διατυπώνω/ ἐκδηλώνω, φανερώνω (проявлять, обнаруживать):\выражать благодарность ἐκφράζω (τίς) εὐχαριστίες· \выражать мысль διατυπώνω μιά σκέψη· ее лицо́ \выражатьло радость τό πρόσωπο της ἐξέφραζε χαρά·2. (в каких-л. единицах) διατυπώνω. -
19 выявить
выявитьсов, выявлять несов ί. (проявлять) ἐκδηλώνω, φανερώνω, καθιστώ πρόδηλο[ν] (или προφανές)·2. (обнаруживать) ἀνακαλύπτω, ἀποκαλύπτω. -
20 карта
карт||аж1. ὁ χάρτης:географическая \карта ὁ γεωγραφικός χάρτης· морская \карта ὁ ναυτικός χάρτης· \карта звездного неба ὁ οὐράνιος χάρτης· \карта полушарий ὁ χάρτης τῶν δύο ἡμισφαιρίων2. (игральная) τό τραπουλοχαρτο[ν], τό παιγνιόχαρτο[ν]:колода карт ἡ τράπουλα· тасовать \картаы ἀνακατεύω τά χαρτιά· сдавать \картаы μοιράζω χαρτιά· играть в \картаы παίζω χαρτιά· гадать на \картаах μαντεύω στά χαρτιά· ◊ спутать чьй-л, \картаы χαλνῶ τά σχέδια κάποιου· ставить все на \картау τά παίζω ὅλα γιά ὅλά раскрыть свой \картаы φανερώνω τίς προθέσεις μου.
См. также в других словарях:
φανερώνω — φανερώνω, φανέρωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φανερώνω — φανερῶ, όω, ΝΜΑ [φανερός] 1. καθιστώ κάτι φανερό, εμφανίζω, παρουσιάζω 2. αποκαλύπτω νεοελλ. 1. δηλώνω, σημαίνω («τα λόγια του φανερώνουν μεγάλη αγάπη για τη ζωή») 2. (σχετικά με μυστικό) μαρτυρώ αρχ. 1. κάνω γνωστό, κάνω περίφημο κάτι 2.… … Dictionary of Greek
φανερώνω — φανέρωσα, φανερώθηκα, φανερωμένος 1. κάνω κάτι φανερό, εμφανίζω, αποκαλύπτω, φέρνω σε φως: Μου φανέρωσε όλη την αλήθεια για την υπόθεση. 2. δηλώνω, σημαίνω, έχω την έννοια: Αυτό φανερώνει επιπολαιότητα. 3. το μέσ., φανερώνομαι παρουσιάζομαι,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξωτερικεύω — φανερώνω, εκφράζω τις ενδόμυχες σκέψεις μου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Π. Βράιλα Αρμένη. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. exteriorize < αγγλ. exterior < λατ. exterus «εξωτερικός»)] … Dictionary of Greek
σημαίνω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. σαμαίνω Α [σῆμα / σᾱμα] 1. δίνω σήμα, σημείο με ήχο ή με κάποιον άλλο τρόπο (α. «η καμπάνα σήμανε εσπερινό» β. «η σάλπιγγα σήμανε σιωπητήριο» γ. «ἐσήμαινε παραρτέεσθαι πάντα», Ηρόδ.) 2. έχω, δηλώνω ή φανερώνω κάποια σημασία ή… … Dictionary of Greek
εκδηλώνω — (AM ἐκδηλῶ, όω) καθιστώ έκδηλο κάτι, δείχνω κάτι σαφώς, φανερώνω («εξεδήλωσε την ευγνωμοσύνη του») νεοελλ. 1. παθ. (για πράγμ.) εμφανίζομαι, ξεσπώ («εκδηλώθηκε στάση») 2. μέσ. φανερώνω τίς προθέσεις μου («εκδηλώθηκε υπέρ τής βασιλείας») 3. μτφ.… … Dictionary of Greek
εκφαίνω — (AM ἐκφαίνω) φέρνω στο φως, φανερώνω, εκδηλώνω, αποκαλύπτω μσν. (με αιτ. προσ.) προβαίνω σε αποκαλύψεις σε βάρος κάποιου αρχ. 1. (για τα μάτια) αστράφτω, λάμπω («ἐν δὲ οἱ ὄσσε δεινὸν ἐξεφάανθεν» τα μάτια του έλαμψαν φοβερά, Όμηρ.) 2. παρουσιάζω… … Dictionary of Greek
καταφαίνω — (Α καταφαίνω) (επιτ. τ. τού φαίνω) παθ. καταφαίνομαι καθίσταμαι φανερός, γίνομαι ολοφάνερος αρχ. 1. φανερώνω κάτι εντελώς, κάνω κάτι γνωστό 2. παθ. καταφαίνομαι α) φαίνομαι, είμαι ορατός β) αποδεικνύομαι, αποκαλύπτομαι γ) διακηρύσσω, δηλώνω.… … Dictionary of Greek
καταφαντάζω — (Α) 1. επιδεικνύω, φανερώνω 2. παθ. καταφαντάζομαι είμαι όμοιος με κάποιον ή με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φαντάζω «καθιστώ φανερό, φανερώνω»] … Dictionary of Greek
προαναφαίνω — Α φανερώνω πρωτύτερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀναφαίνω «φανερώνω, καθιστώ γνωστό»] … Dictionary of Greek
προεκφαίνω — ΜΑ 1. φανερώνω, αποκαλύπτω προηγουμένως 2. παθ. προεκφαίνομαι εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκφαίνω «φανερώνω, αποκαλύπτω»] … Dictionary of Greek