Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

εκδηλώνω

  • 1 выразить

    выразить εκφράζω; εκδηλώνω (проявить) \выразить сожаление εκφράζω τη λύπη μου' \выразить бла годарность εκφράζω τις ευχαριστίες ·
    * * *
    εκφράζω; εκδηλώνω ( проявить)

    вы́разить сожале́ние — εκφράζω τη λύπη μου

    вы́разить благода́рность — εκφράζω τις ευχαριστίες

    Русско-греческий словарь > выразить

  • 2 выявить

    выявить, выявлять (обна ружить) αποκαλύπτω, ανακαλύπτω, ξεσκεπάζω εκδηλώνω (проявить)
    * * *
    = выявлять
    ( обнаружить) αποκαλύπτω, ανακαλύπτω, ξεσκεπάζω; εκδηλώνω ( проявить)

    Русско-греческий словарь > выявить

  • 3 проявить

    проявить, проявлять 1) (выказывать) εκδηλώνω, δείχνω, φανερώνω 2) фото εμφανίζω \проявиться εκδηλώνομαι
    * * *
    = проявлять
    1) ( выказывать) εκδηλώνω, δείχνω, φανερώνω
    2) фото εμφανίζω

    Русско-греческий словарь > проявить

  • 4 обнаруживать

    обнару́ж||ивать
    несов
    1. (делать видимым, показывать) φανερώνω, δείχνω, ἀποκαλύπτω:
    \обнаруживатьивать радость ἐκδηλώνω χαρά·
    2. (выказывать, проявлять) ἐκδηλώνω, φανερώνω, ἐμφανίζω·
    3. (отыскивать) ἀνακαλύπτω, βρίσκω, εὐρίσκω / ἀποκαλύπτω (раскрывать).

    Русско-новогреческий словарь > обнаруживать

  • 5 проявлять

    прояв||лять
    несов
    1. ἐκδηλώνω, ἐκδηλώ/ δείχνω, ἐπιδεικνύω (показать):
    \проявлятьлять героизм δείχνω ήρωϊσμό[ν]· \проявлятьлять себя διακρίνομαι· \проявлятьлять заботу ἐκδηλώνω φροντίδα· \проявлятьлять интерес ἐπιδεικνύω ἐνδιαφέρον
    2. фот. ἐμφανίζω, κάνω ἐμφάνιση.

    Русско-новогреческий словарь > проявлять

  • 6 заявить

    -явлю
    --явишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заявленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.
    1. δηλώνω•

    заявить о своём согласии δηλώνω οτι συμφωνώ.

    ρ.μ. παλ. εμφανίζω, παρουσιάζω, δείχνω. || εκδηλώνω•

    заявить протест διαμαρτύρομαι•

    -о своём желании εκδηλώνω την επιθυμία•

    свой права на что-л. προβάλλω δικαιώματα σε κάτι•

    он -ил мне своё намерение ή о своём намерении αυτός μου εκμυστηρεύτηκε (φανέρωσε)τις διαθέσεις του.

    2. αναφέρω• καταθέτω•

    он -ил в милицию о происшествии αυτός ανάφερε στην αστυνομία για το συμβάν.

    εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι, έρχομαι.

    Большой русско-греческий словарь > заявить

  • 7 изъявить

    -явлю, -явишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изъявленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    εκδηλώνω, φανερώνω, εμφαίνω εξωτερικεύω!•

    -желание εκδηλώνω την επιθυμία•

    изъявить согласие εκφράζω συγκατάθεση.

    εκδηλώνομαι, φανερώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > изъявить

  • 8 обнаружить

    -жу, -жишь
    ρ.σ.μ.
    1. αποκαλύπτω, φανερώνω, εμφανίζω, εμφαίνω εκδηλώνω, εξωτερικεύω•

    обнаружить своё желание εκδηλώνω την επιθυμία μου•

    обнаружить тайные замысли врагов αποκαλύπτω τα μυστικά σχέδια των εχθρών•

    обнаружить преступление αποκαλύπτω το έγκλημα.

    2. ανεβρί-σκω•

    обнаружить противника ανεβρίσκω τον αντίπαλο.

    3. διαπιστώνω.
    1. αποκαλύπτομαι, φανερώνομαι, εμφανίζομαι, βγαίνω στα φόρα• εκδηλώνομαι, εξωτερικεύομαι.
    2. (αν ε) βρίσκομαι•

    потрянные письма -лись οι χαμένες επιστολές βρέθηκαν.

    || γίνομαι φανερός•

    скоро -лось, что... γρήγορα έγινε φανερό ότι...

    Большой русско-греческий словарь > обнаружить

  • 9 проявить

    -влю, -явишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проявленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. (επι)δείχνω• εκδηλώνω, φανερώνω•

    проявить храбрость, мужество δείχνω γενναιότητα, ανδρεία•

    проявить героизм δείχνω ηρωισμό•

    проявить желание εκδηλώνω επιθυμία.

    2. (φωτογρ.) εμφανίζω.
    εκφρ.
    проявить себя – δείχνω τον εαυτό μου, φανερώνομαι.
    1. (επι)δείχνομαι, εκδηλώνομαι• φανερώνομαι.
    2. φωτογρ.) εμφανίζομαι.
    3. παλ. παρουσιάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > проявить

  • 10 выявлять

    1. (проявлять) εκδηλώνω, φανερώνω 2. (обнаруживать) ανιχνεύω, ανακαλύπτω, αποκαλύπτω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выявлять

  • 11 проявлять

    1. (обнаруживать, выявлять) εκδηλώνω, εμφανίζω, καταδεικνύω, δείχνω, παρουσιάζω 2. кфт. εμφανίζω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > проявлять

  • 12 выказать

    выказать
    сов, выказывать несов ἐκδηλώνω, φανερώνω, δείχνω.

    Русско-новогреческий словарь > выказать

  • 13 выражать

    выража||ть
    несов
    1. ἐκφράζω, διατυπώνω/ ἐκδηλώνω, φανερώνω (проявлять, обнаруживать):
    \выражать благодарность ἐκφράζω (τίς) εὐχαριστίες· \выражать мысль διατυπώνω μιά σκέψη· ее лицо́ \выражатьло радость τό πρόσωπο της ἐξέφραζε χαρά·
    2. (в каких-л. единицах) διατυπώνω.

    Русско-новогреческий словарь > выражать

  • 14 выявить

    выявить
    сов, выявлять несов ί. (проявлять) ἐκδηλώνω, φανερώνω, καθιστώ πρόδηλο[ν] (или προφανές)·
    2. (обнаруживать) ἀνακαλύπτω, ἀποκαλύπτω.

    Русско-новогреческий словарь > выявить

  • 15 заивлять

    заив||ля́ть
    несов
    1. δηλώνω:
    \заивлятьлять о своем желании ἐκδηλώνω (или ἐκφράζω) τήν ἐπιθυμία· \заивлятьля́ть протест διαμαρτύρομαι· \заивлятьлять свой права на что-л. προβάλλω τά δικαιώματα μου·
    2. (сообщать) καταθέτω δήλωση:
    \заивлятьлять в милицию о краже κάνω μήνυση στήν ἀστυνομία γιά κλοπή.

    Русско-новогреческий словарь > заивлять

  • 16 изъявлять

    изъяв||ля́ть
    несов ἐκδηλώνω, ἐκδηλώ, φανερώνω, δείχνω:
    \изъявлятьлять желание φανερώνω ἐπιθυμίαν.

    Русско-новогреческий словарь > изъявлять

  • 17 энтузиазм

    энтузи||азм
    м ὁ ἐνθουσιασμός; с \энтузиазма́з-мом μέ ἐνθουσιασρό· проявлять \энтузиазм ἐνθουσιάζομαι, ἐκδηλώνω ἐνθουσιασμό· вызывать \энтузиазм ἐνθουσιάζω, προκαλώ ἐνθουσιασμό.

    Русско-новогреческий словарь > энтузиазм

  • 18 выказывать

    [βυκάζυβατ*] ρ. εκδηλώνω

    Русско-греческий новый словарь > выказывать

  • 19 выявить

    [βύιβτΓ] ρ. εκδηλώνω

    Русско-греческий новый словарь > выявить

  • 20 изъявить

    [ιζγιαβίτ*] ρ. εκδηλώνω

    Русско-греческий новый словарь > изъявить

См. также в других словарях:

  • εκδηλώνω — εκδηλώνω, εκδήλωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εκδηλώνω — (AM ἐκδηλῶ, όω) καθιστώ έκδηλο κάτι, δείχνω κάτι σαφώς, φανερώνω («εξεδήλωσε την ευγνωμοσύνη του») νεοελλ. 1. παθ. (για πράγμ.) εμφανίζομαι, ξεσπώ («εκδηλώθηκε στάση») 2. μέσ. φανερώνω τίς προθέσεις μου («εκδηλώθηκε υπέρ τής βασιλείας») 3. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • εκδηλώνω — εκδήλωσα, εκδηλώθηκα, εκδηλωμένος, μτβ. 1. κάνω κάτι ολοφάνερο, το φανερώνω, το εξωτερικεύω: Εκδηλώνει την αντιπάθειά του. 2. το μέσ., εκδηλώνομαι φανερώνω τις σκέψεις και τα συναισθήματά μου, εξωτερικεύομαι. 3. (για πράγματα), εμφανίζομαι, ξεσπώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατασπάζομαι — (AM κατασπάζομαι) καταφιλώ, ασπάζομαι κάποιον επανειλημμένως, τόν γεμίζω φιλιά μσν. δέχομαι, αποδέχομαι, συμμερίζομαι αρχ. 1. εκδηλώνω την αγάπη μου, τη συμπάθειά μου 2. (για βασιλιά) εκδηλώνω τον σεβασμό μου …   Dictionary of Greek

  • βεβαιώνω — (AM βεβαιῶ, όω) 1. καθιστώ κάτι βέβαιο, πιστοποιώ 2. εξασφαλίζω κάτι υπεύθυνα σε κάποιον νεοελλ. ( ομαι) εξακριβώνω, διαπιστώνω την αλήθεια αρχ. 1. καθιστώ ισχυρή τη θέση μου στη συζήτηση, ενισχύομαι στα επιχειρήματά μου 2. εκδηλώνω τον… …   Dictionary of Greek

  • γαυριάζω — 1. (για ανθρώπους και ζώα) κατέχομαι από σφοδρή σαρκική ορμή, βαρβατεύω 2. γαυριώ*, καμαρώνω 3. εκδηλώνω όλη μου τη ζωτικότητα για να πετύχω κάτι 4. εξαγριώνομαι, μαίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. γαυριώ, με μεταπλασμό κατά τα εις ζω (πρβλ. ρουφίζω… …   Dictionary of Greek

  • δείχνω — και δείχτω (AM δείκνυμι και δεικνύω) 1. υποδεικνύω, εντοπίζω κάποιον ή κάτι τείνοντας προς το μέρος του τον δείχτη του δεξιού χεριού («δείξε στον χάρτη το χωριό σου», «δεῑξαι Άλέξανδρον... Μενελάῳ») 2. φανερώνω, προβάλλω, αποκαλύπτω (α. «το… …   Dictionary of Greek

  • διατρανώνω — (AM διατρανῶ, όω) [τρανώ] διηγούμαι κάτι σαφώς, διασαφηνίζω νεοελλ. εκδηλώνω τις σκέψεις μου με παρρησία και ζωηρότητα …   Dictionary of Greek

  • εκφαίνω — (AM ἐκφαίνω) φέρνω στο φως, φανερώνω, εκδηλώνω, αποκαλύπτω μσν. (με αιτ. προσ.) προβαίνω σε αποκαλύψεις σε βάρος κάποιου αρχ. 1. (για τα μάτια) αστράφτω, λάμπω («ἐν δὲ οἱ ὄσσε δεινὸν ἐξεφάανθεν» τα μάτια του έλαμψαν φοβερά, Όμηρ.) 2. παρουσιάζω… …   Dictionary of Greek

  • εκφράζω — (AM ἐκφράζω) φανερώνω τις σκέψεις μου με λόγια, διατυπώνω, εκδηλώνω νεοελλ. παθ. εξωτερικεύω την ψυχική μου κατάσταση («εκφράζεται με τα χέρια») αρχ. μσν. περιγράφω, εικονίζω, διαγράφω αρχ. 1. εμφαίνω, υποδεικνύω 2. εξηγώ με κομψές εκφράσεις («τὸ …   Dictionary of Greek

  • εκφυσώ — ( άω) (AM ἐκφυσῶ) φυσώ προς τα έξω, ξεφυσώ, αποπνέω μσν. 1. (για άνεμο) φυσώ 2. αναδίδω αρχ. 1. (κυρίως για ποταμούς) εκχέω, χύνομαι, εκδηλώνω το μένος μου («ἔνθα ποταμὸς ἐκφυσᾷ μένος») 2. διεγείρω 3. διασκορπίζω, διώχνω μακριά με φύσημα 4.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»