Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

φανερώνω

  • 21 обличать

    облич||а́ть
    несов
    1. (разоблачать) ἀποκαλύπτω, ξεσκεπάζω, στηλιτεύω:
    \обличать во лжи ξεσκεπάζω τό ψέμμα·
    2. (обнаруживать) φανερώνω, δείχνω.

    Русско-новогреческий словарь > обличать

  • 22 обнажать

    обнаж||ать
    несов
    1. (ἀπο)γυμνώνω, ξεγυμνώνω:
    \обнажать голову βγάζω τό καπέλλο μου, μένω ἀσκεπής· ветер \обнажатьйл деревья ὁ ἄνεμος ξεγύμνωσε τά δένδρα·
    2. (делать видимым, доступным) ἀποκαλύπτω, ἀφήνω ἀκάλυπτο:
    \обнажать саблю ξεσπαθώνω, τραβώ τό σπαθί μου· \обнажать нерв ἀποκαλύπτω τό νεΰρο[ν]· \обнажать фланги воен. ἀφήνω ἀκάλυπτα τά πλευρά·
    3. перен φανερώνω, ἀποκαλύπτω, βγάζω στά φανερά:
    \обнажать противоречия ἀποκαλύπτω τίς ἀντιθέσεις.

    Русско-новогреческий словарь > обнажать

  • 23 обнажаться

    обнаж||а́ться
    1. ἀπογυμνώνομαι, ξεγυμνώνομαι·
    2. (делаться видимым, доступным) ἀποκαλύπτομαι:
    нерв \обнажатьсяи́лся φάνηκε τό νεΰρο[ν]·
    3. перен φανερώνω, ἀποκαλύπτομαι.

    Русско-новогреческий словарь > обнажаться

  • 24 обозначить

    обозначить
    сов
    1. см. обозначать 1·
    2. (сделать заметным) φανερώνω, προβάλλω·
    3. мат παριστάνω.

    Русско-новогреческий словарь > обозначить

  • 25 разбалтывать

    разбалтывать I
    несов (размешивать) разг ἀνακατεύω, ἀνακατώνω, ἀναμιγνύω/ διαλύω (растворять).
    разбалтывать II
    несов (разглашать) разг φλυαρώ (μετ.)/ φανερώνω (секрет, тайну).

    Русско-новогреческий словарь > разбалтывать

  • 26 разоблачать

    разоблач||ать
    несов,
    1. (раздеть) разг, шутл. ξεντύνω, γδύνω·
    2. перен ξεσκεπάζω, ἀποκαλύπτω, φανερώνω/ ξεμασκα-ρεύω (изобличать кого-л.).

    Русско-новогреческий словарь > разоблачать

  • 27 раскрывать

    раскрыв||ать
    несов
    1. ἀνοίγω, ξεσκεπάζω·
    2. (обнажать) ξεγυμνώνω, ἀποκαλύπτω·
    3. перен (обнаруживать) ξεσκεπάζω, ἀποκαλύπτω, φανερώνω:
    \раскрывать преступление ἀποκαλύπτω τό Εγκλημα· \раскрывать тайну ἀποκαλύπτω τό μυστικό, ἐκμυστηρεύομαι· ◊ \раскрывать свой карты ἀνοίγω τά χαρτιά μου.

    Русско-новогреческий словарь > раскрывать

  • 28 вскрыть

    вскрою, вскроешь ρ.σ.μ.
    1. ανοίγω•

    вскрыть письмо ανοίγω το γράμμα•

    вскрыть пакет ανοίγω το πακέτο.

    2. μτφ. αποκαλύπτω, φανερώνω, ξεσκεπάζω, φέρω στο φως•

    вскрыть недостатки в работе ξεσκεπάζω τις αδυναμίες στη δουλειά.

    3. ανατέμνω, σχίζω, κόβω•

    вскрыть труп κάνω νεκροψία•

    вскрыть нарыв σχίζω το απόστημα.

    1. ανοίγομαι.
    2. μτφ. αποκαλύπτομαι, φανερώνομαι, ξεσκεπάζομαι, βγαίνω στο φως, στα φόρα•

    -лись причины поражения βγήκαν στο φως οι αιτίες της ήττας.

    3. ξεπαγώνω•

    река -лась το ποτάμι ξεπάγωσε (έλιωσε ο πάγος που το κάλυπτε).

    Большой русско-греческий словарь > вскрыть

  • 29 выдать

    -дам, -дашь, -даст, -дадим, -дадите, -дадут, προστκ. выдай, ρ.σ.μ.
    1. δίνω•

    выдать деньги δίνω χρήματα•

    выдать аванс, удостоверение δίνω προκαταβολή, πιστοποιητικό.

    || παραδίνω•

    выдать преступника παραδίνω τον εγκληματία.

    || παντρεύω•

    ее -ли за богатого человека την πάντρεψαν με (σε) πλούσιο,

    2. αποκαλύπτω, φανερώνω• προδίνω.
    3. καμώνομαι, προσποιούμαι•

    выдать себя за ученого κάνω τον επιστήμονα.

    4. εξάγω, βγάζω•

    выдать нефт сверх плана δίνω πετρέλαιο πάνω από το πλάνο.

    5. (παλ.) εκδίδω (βιβλίο, έργο).
    (με την αντων. себя) προδίνω τον εαυτό μου•

    выдать себя προδίνομαι μόνος μου.

    || παρουσιάζω•

    выдать черное за бе-лсю παρουσιάζω το μαύρο για άσπρο.

    εκφρ.
    не выдай – μη με φέρεις σε δύσκολη θέση.
    1. εξέχω, προεξέχω, προέχω, ξεπέχω.
    2. διακρίνομαι, ξεχωρίζω.
    3. εξευρίσκομαι, βρίσκομαι, συμβαίνω, συμπίπτω•

    -лось несколько часов свободного времени βρέθηκαν μερικές ώρες ελεύθερες•

    как только -лся случай μόλις δόθηκε η ευκαιρία.

    εκφρ.
    выдать в кого – μοιάζω του•
    характер -лся в деда – ο χαρακτήρας έμοιασε τού παππού.

    Большой русско-греческий словарь > выдать

  • 30 выразить

    -ажу, -азишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выраженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. εκφράζω• εκδηλώνω, φανερώνω, εξωτερικεύω, δείχνω•

    выразить свою мысль εκφράζω τη σκέψη μου•

    -желание εκφράζω την επιθυμία•

    лицо -ло досаду έδειχνε πως ήταν βαριόθυμος.

    2. διατυπώνω, παρασταίνω (σε μονάδες, φόρμουλες κλπ.).
    1. εκφράζομαι• εκδηλώνομαι, φαίνομαι, δείχνω.
    2. διατυπώνομαι, παρασταίνομαι. || (οσίλ.) εκφράζομαι άσχημα.

    Большой русско-греческий словарь > выразить

  • 31 высказать

    -кажу, -кажешь
    ρ.σ.μ.
    εκφράζω, εκφέρω, λέγω•

    высказать свою мысль εκφράζω τη σκέψη μου•

    высказать свое мнение λέγω τη γνώμη μου•

    высказать пожелание εκφράζω την ευχή (εύχομαι)•

    предположение εκφράζω εικασία•

    высказать уверенность εκφράζω την πεποίθηση.

    || αποκαλύπτω• φανερώνω•

    он -ал свою тайну αυτός είπε το μυστικό του.

    εκθέτω, εκφράζω κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    αποφαίνομαι, εκφράζομαι•

    высказать за кого αποφαίνομαι για (υπέρ) κάποιον•

    высказать против кого εκφράζομαι κατά κάποιου.

    Большой русско-греческий словарь > высказать

  • 32 выявить

    -влю, -вишь, ρ.σ.μ.
    1. εκδηλώνω, φανερώνω, δείχνω, προβάλλω.
    2. αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω, φέρω στο φως•

    выявить недостатки в работе ξεσκεπάζω τις αδυναμίες στη δουλειά.

    αποκαλύπτομαι, ξεσκεπάζομαι, φανερώνομαι, έρχομαι στο φως, βγαίνω στα φανερά,στα φόρα.

    Большой русско-греческий словарь > выявить

  • 33 завеса

    θ.
    1. κουρτίνα, στόρι.
    2. πέπλος, παραπέτασμα (κάθε -τι• που εμποδίζει τή θέα, σαφή αντίληψη, γνώμη)•

    завеса дыма παραπέτασμα καπνού•

    завеса огня φραγμός πυρών•

    завеса тумана παραπέτασμα ομίχλης.

    εκφρ.
    приподнять, – ή•
    приоткрытьκ.τ.τ. -у σηκώνω την αυλαία (φανερώνω, αποκαλύπτω)•
    упала ή спала завеса – έπεσε το προσωπείο, σηκώθηκε η αυλαία (φανερώθηκε, αποκαλύφθηκε).

    Большой русско-греческий словарь > завеса

  • 34 затаить

    -таю, -таишь, παθ. μτχ.. παρλθ. χρ. затаенный, βρ: -таен, -таена, -о
    ρ.σ.μ.
    1. κρύβω, αποκρύβω•

    затаить деньги κρύβω χρήματα.

    2. μτφ. δε φανερώνω•

    затаить злобу κρύβω την κακία•

    затаить подозрения κρύβω τις υποψίες.

    κρύβομαι, αποφεύγω τα βλέμματα. || μτφ. κρύβω, αποκρύβω (σκοπούς, σκέψεις κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > затаить

  • 35 значить

    -чу, -чишь, μτχ. ενεστ. значащий
    ρ.δ. σημαίνω, δηλώνω, φανερώνω• δείχνω• εκφράζω•

    что -ит по-гречески это русское слово? τι σημαίνει στα ελληνικά αυτή η ρωσική λέξη;•

    что это -ит? τι σημαίνει αυτό;•

    это-ит, что... αυτό σημαίνει ότι...• если я молчу, это не -ит, что я сержусь αν εγώ σωπαίνω, αυτό δε θα πει πως είμαι θυμωμένος•

    это для меня ровно ничего не -ит αυτό για μένα δε σημαίνει, τίποτε ή δεν έχει καμιά σημασία•

    вот что -ит быть неосторожным να τι θα πει να είναι κανένας απρόσεχτος.

    εγγράφομαι, είμαι γραμμένος (στον κατάλογο).

    Большой русско-греческий словарь > значить

  • 36 изобличать

    ρ.σ.μ.
    1. βλ. изобличить.
    2. δείχνω, εκδηλώνω, φανερώνω, εξωτερικεύω.
    αποκαλύπτομαι, ξεσκεπάζομαι, φανερώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > изобличать

  • 37 изобличить

    -чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изобличённый, βρ: -чён, -чена, -чено
    αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω, φανερώνω•

    его -ли в обмен τον ξεσκέπασαν σαν απατεώνα•

    изобличить во лжи ξεσκεπάζω σαν ψεύτη•

    изобличить соседа в воровстве ξεσκεπάζω το γείτονα σαν κλέφτη•

    изобличить взяточников ξεσκεπάζω τους δωρολήπτες.

    Большой русско-греческий словарь > изобличить

  • 38 изображать

    ρ.δ.
    1. βλ. изобразить.
    2. (απ)εικονίζω, παρασταίνω, φανερώνω, δείχνω•

    йта картина изображает закат солнца αυτή η εικόνα παρασταίνει το ηλιοβασίλεμα.

    3. (συνήθως με τις λέξεις «из себя») παρουσιάζομαι σαν, δείχνομαι σαν, προσποιούμαι (κάνω) τον.
    1. (απ)εικονίζομαι, παρασταίνομαι.
    2. (για αισθήματα) εκφράζομαι, εκδηλώνομαι, φανερώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > изображать

  • 39 изобразить

    -ажу, -азишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изображенный, βρ: жн, -жена, -жено
    ρ.σ.μ.
    1. απεικονίζω, φανερώνω,, παρασταίνω, δείχνω•

    картина -ла закат солнца ο πίνακας απεικόνισε το ηλιοβασίλεμα.

    2. υποδύομαι•

    артист -ил хорошо тартюфа ο ηθοποιός παράστησε καλά τον Ταρτούφο.

    (για αισθήματα) εκδηλώνομαι, φανερώνομαι εκφράζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > изобразить

  • 40 изъявить

    -явлю, -явишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изъявленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    εκδηλώνω, φανερώνω, εμφαίνω εξωτερικεύω!•

    -желание εκδηλώνω την επιθυμία•

    изъявить согласие εκφράζω συγκατάθεση.

    εκδηλώνομαι, φανερώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > изъявить

См. также в других словарях:

  • φανερώνω — φανερώνω, φανέρωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φανερώνω — φανερῶ, όω, ΝΜΑ [φανερός] 1. καθιστώ κάτι φανερό, εμφανίζω, παρουσιάζω 2. αποκαλύπτω νεοελλ. 1. δηλώνω, σημαίνω («τα λόγια του φανερώνουν μεγάλη αγάπη για τη ζωή») 2. (σχετικά με μυστικό) μαρτυρώ αρχ. 1. κάνω γνωστό, κάνω περίφημο κάτι 2.… …   Dictionary of Greek

  • φανερώνω — φανέρωσα, φανερώθηκα, φανερωμένος 1. κάνω κάτι φανερό, εμφανίζω, αποκαλύπτω, φέρνω σε φως: Μου φανέρωσε όλη την αλήθεια για την υπόθεση. 2. δηλώνω, σημαίνω, έχω την έννοια: Αυτό φανερώνει επιπολαιότητα. 3. το μέσ., φανερώνομαι παρουσιάζομαι,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξωτερικεύω — φανερώνω, εκφράζω τις ενδόμυχες σκέψεις μου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Π. Βράιλα Αρμένη. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. exteriorize < αγγλ. exterior < λατ. exterus «εξωτερικός»)] …   Dictionary of Greek

  • σημαίνω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. σαμαίνω Α [σῆμα / σᾱμα] 1. δίνω σήμα, σημείο με ήχο ή με κάποιον άλλο τρόπο (α. «η καμπάνα σήμανε εσπερινό» β. «η σάλπιγγα σήμανε σιωπητήριο» γ. «ἐσήμαινε παραρτέεσθαι πάντα», Ηρόδ.) 2. έχω, δηλώνω ή φανερώνω κάποια σημασία ή… …   Dictionary of Greek

  • εκδηλώνω — (AM ἐκδηλῶ, όω) καθιστώ έκδηλο κάτι, δείχνω κάτι σαφώς, φανερώνω («εξεδήλωσε την ευγνωμοσύνη του») νεοελλ. 1. παθ. (για πράγμ.) εμφανίζομαι, ξεσπώ («εκδηλώθηκε στάση») 2. μέσ. φανερώνω τίς προθέσεις μου («εκδηλώθηκε υπέρ τής βασιλείας») 3. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • εκφαίνω — (AM ἐκφαίνω) φέρνω στο φως, φανερώνω, εκδηλώνω, αποκαλύπτω μσν. (με αιτ. προσ.) προβαίνω σε αποκαλύψεις σε βάρος κάποιου αρχ. 1. (για τα μάτια) αστράφτω, λάμπω («ἐν δὲ οἱ ὄσσε δεινὸν ἐξεφάανθεν» τα μάτια του έλαμψαν φοβερά, Όμηρ.) 2. παρουσιάζω… …   Dictionary of Greek

  • καταφαίνω — (Α καταφαίνω) (επιτ. τ. τού φαίνω) παθ. καταφαίνομαι καθίσταμαι φανερός, γίνομαι ολοφάνερος αρχ. 1. φανερώνω κάτι εντελώς, κάνω κάτι γνωστό 2. παθ. καταφαίνομαι α) φαίνομαι, είμαι ορατός β) αποδεικνύομαι, αποκαλύπτομαι γ) διακηρύσσω, δηλώνω.… …   Dictionary of Greek

  • καταφαντάζω — (Α) 1. επιδεικνύω, φανερώνω 2. παθ. καταφαντάζομαι είμαι όμοιος με κάποιον ή με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φαντάζω «καθιστώ φανερό, φανερώνω»] …   Dictionary of Greek

  • προαναφαίνω — Α φανερώνω πρωτύτερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀναφαίνω «φανερώνω, καθιστώ γνωστό»] …   Dictionary of Greek

  • προεκφαίνω — ΜΑ 1. φανερώνω, αποκαλύπτω προηγουμένως 2. παθ. προεκφαίνομαι εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκφαίνω «φανερώνω, αποκαλύπτω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»