Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

φανερώνω

  • 41 исповедовать

    -дую, -дуешь
    ρ.δ.κ.σ.μ.
    1. εξομολογώ, εξαγορεύω. || ρωτώ να μάθω, εξετάζω.
    2. (εκκλσ.) εξομολογούμαι, λέγω τις αμαρτίες. || αποκαλύπτω, φανερώνω (μυστικά). || κηρύσσω.
    εξομολογούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > исповедовать

  • 42 маска

    θ.
    1. προσωπίδα, προσωπείο, μάσκα.
    2. μτφ. πρόσχημα, προσποίηση•

    маска равнодушия μάσκα απάθειας, αδιαφορίας•

    под -ой лояльности με τη μάσκα της νομιμοφροσύνης.

    || άγαλμα κεφαλιού ανθρώπου ή ζώου. || εκμαγείο, γύψινη μάσκα.
    3. προφυλακτικό μέσο•

    противогазная маска αντιασφυξιογονική μάσκα•

    фехтовальная маска μάσκα ξιφασκίας.

    4. (στρατ.) καμουφλάζ, -άρισμα.
    надеть (на себя) -у φορώ μάσκα (κρύβω την πραγματικότητα)• προσποιούμαι•

    носить -у φέρω (φορώ) μάσκα κρύβω το ουσιώδες, την αλήθεια προσποιούμαι•

    сорвать -у αφαιρώτο προσωπείο (φανερώνω).

    Большой русско-греческий словарь > маска

  • 43 нетерпение

    ουδ.
    ανυπομονησία•

    ждать с -ем περιμένω ανυπόμονα•

    обнаружить нетерпение δείχνω (φανερώνω) ανυπομονησία•

    его охватило нетерпение τον κυρίευσε ανυπομονησία.

    Большой русско-греческий словарь > нетерпение

  • 44 неудовольствие

    ουδ.
    1. δυσαρέσκεια, κακοφαν ισμός, λύπη, θλίψη, πίκρα•

    к великому моему -ю προς μεγάλη μου λύπη•

    выражать своё неудовольствие εκφράζω τη -δυσαρέσκεια μου•

    скрывать своё неудовольствие κρύβω (δε φανερώνω) τη δυσαρέσκεια μου•

    смотреть на что с -ем βλέπω κάτι με κακό μάτι.

    2. παλ. παρεξήγηση, δυσαρέστηση.

    Большой русско-греческий словарь > неудовольствие

  • 45 обличать

    ρ.δ.μ.
    1. βλ. обличить.
    2. μαστιγώνω, καυτηριάζω καταδικάζω, κατακρίνω, στηλιτεύω, στιγματίζω•

    обличать взяточничество καυτηριάζω τη δωροδοκία.

    3. φανερώνω, αποκαλύπτω, δείχνω, μαρτυρώ•

    всё -ает в нём талант όλα δείχνουν ότι αυτός έχει ταλέντο.

    1. παλ. αποκαλύπτομαι, φανερώνομαι, εκδηλώνομαι.
    2. αποκαλύπτομαι ως ένοχος.

    Большой русско-греческий словарь > обличать

  • 46 обнажить

    -жу, -жшдь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обнаженный, βρ: -жн, -жена, -жено
    ρ.σ.μ.
    1. γδύνω, ξεντύνω, (απο)γυμνώνω, (ξε)γυμνώνω•

    обнажить грудь ξεγυμνώνω το στήθος•

    обнажить ребнка ξεντύνω το παιδάκι•

    обнажить голову αποκαλύπτομαι, βγάζω το καπέλο.

    2. (για φυτά) στερώ του φυλλώματος.
    3. αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω, βγάζω έξω•

    обнажить корни дерева βγάζω έξω τις ρίζες του δέντρου.

    || μτφ. φανερώνω, βγάζω στα φόρα.
    4. ξιφουλκώ, ξεσπαθώνω, γυμνώνω το ξίφος• ξεθηκαρώνω;
    5. μτφ. αφήνω ακάλυπτο, απροστάτευτο εκθέτω σε κίνδυνο•

    обнажить фланг αφήνω ακάλυπτο το πλευρό.

    1. (απο)γυμνώνομαι, ξεγυμνώνομαι• ξεντύνομαι.
    2. (για φυτά) στερούμαι του φυλλώματος.
    3. (για τόπο) στερούμαι φυτών.
    4. φανερώνομαι, βγαίνω στα φόρα.
    5. μτφ. μένω ακάλυπτος, απροστάτευτος• εκτίθεμαι σε κίνδυνο•

    фронт -лся το μέτωπο έμεινε ακάλυπτο.

    Большой русско-греческий словарь > обнажить

  • 47 обнаружить

    -жу, -жишь
    ρ.σ.μ.
    1. αποκαλύπτω, φανερώνω, εμφανίζω, εμφαίνω εκδηλώνω, εξωτερικεύω•

    обнаружить своё желание εκδηλώνω την επιθυμία μου•

    обнаружить тайные замысли врагов αποκαλύπτω τα μυστικά σχέδια των εχθρών•

    обнаружить преступление αποκαλύπτω το έγκλημα.

    2. ανεβρί-σκω•

    обнаружить противника ανεβρίσκω τον αντίπαλο.

    3. διαπιστώνω.
    1. αποκαλύπτομαι, φανερώνομαι, εμφανίζομαι, βγαίνω στα φόρα• εκδηλώνομαι, εξωτερικεύομαι.
    2. (αν ε) βρίσκομαι•

    потрянные письма -лись οι χαμένες επιστολές βρέθηκαν.

    || γίνομαι φανερός•

    скоро -лось, что... γρήγορα έγινε φανερό ότι...

    Большой русско-греческий словарь > обнаружить

  • 48 обозначать

    ρ.δ.μ.
    1. βλ. обозначить.
    2. σημαίνω, δηλώνω, φανερώνω• μαρτυρώ.
    βλ. обозначиться.

    Большой русско-греческий словарь > обозначать

  • 49 обозначить

    -чу, -чишь ρ.σ.μ.
    1. (επι)σημαίνω, σημειώνω, σημαδεύω•

    обозначить реки на карте σημειώνω τα ποτάμια στο χάρτη.

    2. δηλώνω, δείχνω, φανερώνω• καθορίζω.
    3. διακρίνω, ξεχωρίζω.
    διακρίνομαι, ξεχωρίζω, διαγράφομαι. || γίνομαι αισθητός, φανερός, εκδηλώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обозначить

  • 50 показать

    -кажу, -кажешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. показанный, βρ: -зан, -а, -о
    ρ.σ.
    1. δείχνω•

    он -ал свой паспорт αυτός έδειξε την ταυτότητα του•

    показать рукой δείχνω με το δάχτυλο•

    -жи мне дорогу δείξ.ε μου το δρόμο-показать учащимся химический опыт δείχνω στους μαθητές το πείραμα της χημείας.

    || παρουσιάζω•

    показать пьесу афинианам παρουσιάζω το θεατρικό έργο στους Αθηναίους.

    || προβάλλω•

    -новый кинофильм προβάλλω νέα κινηματογραφική ταινία.

    2. παρασταίνω, απεικονίζω.
    3. εξηγώ• διδάσκω, μαθαίνω•

    показать как пользоваться компасом μαθαίνω τη χρήση της πυξίδας•,

    4. εμφανίζω, φανερώνω•

    показать храбрость, мужество δείχνω γενναιότητα, ανδρεία.

    || παίρνω• καταλαβαίνω• έρχομαι•

    показать лучший результат в беге έρχομαι πρώτος στο τρέξιμο, παίρνω την πρώτη θέση στο τρέξιμο;

    αναπτύσσω (ταχύτητα κ.τ.τ.).
    5. αποδείχνω, καταδείχνω.
    6. καταθέτω (ως μάρτυρας). || δείχνω (ως απειλή)•

    я тебе -жу θα σου δείξω εγώ.

    εκφρ.
    показать вид – προσποιούμαι, κάνω πως, παρασταίνω, καμώνομαι•
    показать нос куда ή где – εμφανίζομαι για λίγο κάπου, ξεμυτίζω. показать пример δείχνω το παράδειγμα•
    показать спину – γυρίζω τις πλάτες ή τα νώτα (εκδηλώνω τη δυσαρέσκεια μου• αποστρέφομαι)•
    показать язык – ερεθίζω, εκνευρίζω (βγάζοντας τη γλώσσα).
    1. βλ. казаться.
    2. φαίνομαι, εμφανίζομαι• διακρίνομαι. || παρουσιάζομαι.
    3. αρέσκομαι, μου αρέσει.

    Большой русско-греческий словарь > показать

  • 51 покров

    α.
    1. κάλυμμα, στρώμα, επίθεμα, σκέπη• περίβλημα•

    -растительности βλάστηση• χλωρίδα•

    снежный покров στρώμα χιονιού•

    волосяной покров τριχωτό κάλυμμα, το τρίχωμα•

    кожный покров δερμάτινο κάλυμμα•

    покров тумана στρώμα ομίχλης.

    2. παλ. καλύπτρα, νυφικό πέπλο. || παλ. το (πάνινο) κάλυμμα του φέρετρου. ||πλθ. ελαφρά γυναικεία ενδύματα κάλυψης.
    3. παλ. προστασία, σκέπη.
    εκφρ.
    под -ом темноты, ночи – καλυπτόμενος από το σκοτάδι, τη νύχτα•
    набросить покров – ρίχνω στάχτη στα μάτια (αποπλανώ).• снять (сорвать) покров ξεσκεπάζω, αποκαλύπτω, φανερώνω, αφαιρώ το προσωπείο•
    покров ночи – ο πέπλος της νύχτας.

    Большой русско-греческий словарь > покров

  • 52 проявить

    -влю, -явишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проявленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. (επι)δείχνω• εκδηλώνω, φανερώνω•

    проявить храбрость, мужество δείχνω γενναιότητα, ανδρεία•

    проявить героизм δείχνω ηρωισμό•

    проявить желание εκδηλώνω επιθυμία.

    2. (φωτογρ.) εμφανίζω.
    εκφρ.
    проявить себя – δείχνω τον εαυτό μου, φανερώνομαι.
    1. (επι)δείχνομαι, εκδηλώνομαι• φανερώνομαι.
    2. φωτογρ.) εμφανίζομαι.
    3. παλ. παρουσιάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > проявить

  • 53 размотать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. размотанный, βρ: -тан, -а, -о.
    1. ξετυλίγω•

    размотать клубок ξετυλίγω το κουβάρι.

    2. μτφ. ξεμπλέκω, αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω, φανερώνω.
    ξετυλίγομαι.
    ρ.σ.μ. ξοδεύω άσκοπα, σπαταλώ.

    Большой русско-греческий словарь > размотать

  • 54 разоблачить

    -чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разоблаченный, βρ: -чен, -чена, -чено ρ.σ.μ.
    1. (εκκλσ.) αφα,ιρώ, βγάζω τα άμφια από κάποιον. || ξεντύνω, γδύνω.
    2. μτφ. φανερώνω, αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω.
    1. βγάζω τα άμφια μου. || ξεντύνομαι, γδύνομαι.
    2. φανερώνομαι, ξεσκεπάζομαι, αποκαλύπτομαι.

    Большой русско-греческий словарь > разоблачить

  • 55 раскрыть

    -крою, -кроешь ρ.σ.μ.
    1. ανοίγω•

    раскрыть ящик ανοίγω το κιβώτιο•

    раскрыть дверь ανοίγω την πόρτα•

    раскрыть зонтик ανοίγω την ομπρέλα•

    раскрыть нож ανοίγω το σουγιά•

    раскрыть книгу ανοίγω το βιβλίο•

    раскрыть глаза, рот ανοίγω τα μάτια, το στόμα.

    2. (κυρλξ. κ. μτφ.)• αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω• φανερώνω•

    халат распахнулся и -ыл нижнее бель η ρόμπα άνοιξε και φάνηκαν τα εσώρουχα•

    раскрыть тайну αποκαλύπτω μυστικό•

    раскрыть замыслы врагов ξεσκεπάζω τα σχέδια (προθέσεις) του εχθρού•

    раскрыть загоеор ξεσκεπάζω τη συνομωσία.

    || μτφ. εκμυστηρεύομαι•

    он -ыл мне своё сердце αυτός μου άνοιξε την καρδιά του, τα είπε όλα.

    εκφρ.
    раскрыть глаза – ανοίγω τα μάτια (διαφωτίζω)•
    раскрыть чью игру – ξεσκεπάζω τις προθέσεις (τα σχέδια) κάποιου.
    1. ανοίγω, -ομαι•

    окно -лось το παραθύρι άνοιξε•

    дверь -лась η πόρτα άνοιξε•

    все ящики -лись όλα τα κιβώτια ανοίχτηκαν.

    || ανθίζω•

    розы -лись τα τρ ι-αντάφυλλα άνοιξαν.

    2. φαίνομαι•

    перед ними -лось море μπροστά τους φάνηκε η θάλασσα.

    3. μτφ. αποκαλύπτομαι, ξεσκεπάζομαι, φανερώνομαι•

    преступление -лось το έγκλημα αποκαλύφτηκε.

    4. δημιουργούμαι (για συνθήκες, πρού-θέσεις, δυνατότητες)•

    -лись перспективы άνοιξαν προοπτικές.

    5. (γι.α μέλη του σώματος)• αποκαλύπτομαι, φαίνομαι.
    6. (χαρτπ.) καλύπτω όλα τα χαρτιά.

    Большой русско-греческий словарь > раскрыть

  • 56 свидетельствовать

    -ствую, -ствуешь
    ρ.δ.
    1. μαρτυρώ• αποδείχνω• φανερώνω• καταθέτω•

    подсудимый -ствует, что... ο κατηγορούμενος καταθέτει ότι...•

    результаты -ствуют о правильности метода исследования τα αποτελέσματατα μαρτυρούν για την ορθότητα της μεθόδου έρευνας•

    -ствую это перед всеми καταθέτω αυτό μπροστά σε όλους.

    2. πιστοποιώ, βεβαιώνω•

    свидетельствовать подпись βεβαιώνω το γνήσιο της υπογραφής.

    3. εξετάζω.
    εκφρ.
    свидетельствовать кому почтение (уважение), благодарность – εκφράζω το σεβασμό, την ευγνωμοσύνη.
    1. παλ. επικαλούμαι την μαρτυρία κάποιου• να είσαι μάρτυρας.
    2. πιστοποιούμαι, επιβεβαιώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > свидетельствовать

  • 57 сорвать

    ρ.σ.μ.
    1. κόβω, δρέπω•

    сорвать цветы κόβω λουλούδια•

    сорвать яблоки κόβω μήλα (από τη μηλιά).

    2. αποσπώ• βγάζω με απότομη κίνηση•

    сорвать дверь αποσπώ (σπάζω) την πόρτα•

    сорвать шапку βγάζω απότομα τη σκούφια.

    || παίρνω, παρασύρω. || γρατσουνίζω• ξεγδέρνω. || χαλνώ, βλάπτω. || ματαιώνω, σπαραλιάζω, εμποδίζω την πραγματοποίηση•

    сорвать урок χαλνώ το μάθημα•

    сорвать дело χαλνώ την υπόθεση•

    сорвать планы поджигателей войны χαλώ τα σχέδια των εμπρηστών τουπολέμου.

    4. μτφ. αποσπώ, παίρνω κατόπιν επιμονής•

    сорвать почелуй αποσπώ φιλί.

    || αρπάζω.
    5. ξεσπώ•

    сорвать зло на детях ξεσπώ το θυμό μου (το κακό μου) στα παιδιά.

    εκφρ.
    сорвать банк – (χαρτπ.) κερδίζω όλη την πόστα (μπάνκα)•
    сорвать голову – (απλ.) τσεκουρώνω, τιμωρώ αυστηρά•
    сорвать голос (горло глотку) – μου κόβεται η φωνή κατά το τραγούδι•
    сорвать аплодисменты – αποσπώ τα χειροκροτήματα•
    сорвать завесу ή покров – ξεσκεπάπάζω, αποκαλύπτω, φανερώνω.
    1. αποσπώμαι• κόβομαι•

    пуговица -лась το κουμπίκόπηκε.

    || αποδεσμεύομαι, λύνομαι•

    собака сорватьлась с цепи το σκυλί λύθηκε από την αλυσίδα.

    2. αποκόπτομαι, πέφτω, γκρεμίζομαι. || (ξε)γλιστρώ, ξεφεύγω. || μτφ. αλλάζω.
    3. δεν κρατιέμαι, χάνω την υπομονή.
    4. ξεπετιέμαιαπό τη θέση μου, φεύγω βιαστικά. || (απλ.) φεύγω• το σκάζω•

    давай -мся отсюда εμπρός να φύγομε απ εδώ.

    5. αντηχώ, αντιλαλώ. || προφέρομαι (λέγομαι) ξαφνικά ή άθελα. || μουξεφεύγει (λόγος, λέξη).
    6. φθείρομαι, χαλνώ•

    резьба -лась η έλικα χάλασε.

    7. ματαιώνομαι, σπαραλιάζω• ανατρέπομαι.
    8. αποτυχαίνω•

    дело -лось η υπόθεση απέτυχε (πάει περίπατο)•

    сорвать на экзамене αποτυχαίνω στις εξετάσεις.

    εκφρ.
    голос -лся – η φωνή κόπηκε (έσπασε)•
    как (будто, словно) с цепи ή с привязи -лся – σαν το σκυλί που έκοψε την αλυσίδα (επέπεσε ορμητικά).

    Большой русско-греческий словарь > сорвать

См. также в других словарях:

  • φανερώνω — φανερώνω, φανέρωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φανερώνω — φανερῶ, όω, ΝΜΑ [φανερός] 1. καθιστώ κάτι φανερό, εμφανίζω, παρουσιάζω 2. αποκαλύπτω νεοελλ. 1. δηλώνω, σημαίνω («τα λόγια του φανερώνουν μεγάλη αγάπη για τη ζωή») 2. (σχετικά με μυστικό) μαρτυρώ αρχ. 1. κάνω γνωστό, κάνω περίφημο κάτι 2.… …   Dictionary of Greek

  • φανερώνω — φανέρωσα, φανερώθηκα, φανερωμένος 1. κάνω κάτι φανερό, εμφανίζω, αποκαλύπτω, φέρνω σε φως: Μου φανέρωσε όλη την αλήθεια για την υπόθεση. 2. δηλώνω, σημαίνω, έχω την έννοια: Αυτό φανερώνει επιπολαιότητα. 3. το μέσ., φανερώνομαι παρουσιάζομαι,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξωτερικεύω — φανερώνω, εκφράζω τις ενδόμυχες σκέψεις μου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Π. Βράιλα Αρμένη. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. exteriorize < αγγλ. exterior < λατ. exterus «εξωτερικός»)] …   Dictionary of Greek

  • σημαίνω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. σαμαίνω Α [σῆμα / σᾱμα] 1. δίνω σήμα, σημείο με ήχο ή με κάποιον άλλο τρόπο (α. «η καμπάνα σήμανε εσπερινό» β. «η σάλπιγγα σήμανε σιωπητήριο» γ. «ἐσήμαινε παραρτέεσθαι πάντα», Ηρόδ.) 2. έχω, δηλώνω ή φανερώνω κάποια σημασία ή… …   Dictionary of Greek

  • εκδηλώνω — (AM ἐκδηλῶ, όω) καθιστώ έκδηλο κάτι, δείχνω κάτι σαφώς, φανερώνω («εξεδήλωσε την ευγνωμοσύνη του») νεοελλ. 1. παθ. (για πράγμ.) εμφανίζομαι, ξεσπώ («εκδηλώθηκε στάση») 2. μέσ. φανερώνω τίς προθέσεις μου («εκδηλώθηκε υπέρ τής βασιλείας») 3. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • εκφαίνω — (AM ἐκφαίνω) φέρνω στο φως, φανερώνω, εκδηλώνω, αποκαλύπτω μσν. (με αιτ. προσ.) προβαίνω σε αποκαλύψεις σε βάρος κάποιου αρχ. 1. (για τα μάτια) αστράφτω, λάμπω («ἐν δὲ οἱ ὄσσε δεινὸν ἐξεφάανθεν» τα μάτια του έλαμψαν φοβερά, Όμηρ.) 2. παρουσιάζω… …   Dictionary of Greek

  • καταφαίνω — (Α καταφαίνω) (επιτ. τ. τού φαίνω) παθ. καταφαίνομαι καθίσταμαι φανερός, γίνομαι ολοφάνερος αρχ. 1. φανερώνω κάτι εντελώς, κάνω κάτι γνωστό 2. παθ. καταφαίνομαι α) φαίνομαι, είμαι ορατός β) αποδεικνύομαι, αποκαλύπτομαι γ) διακηρύσσω, δηλώνω.… …   Dictionary of Greek

  • καταφαντάζω — (Α) 1. επιδεικνύω, φανερώνω 2. παθ. καταφαντάζομαι είμαι όμοιος με κάποιον ή με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φαντάζω «καθιστώ φανερό, φανερώνω»] …   Dictionary of Greek

  • προαναφαίνω — Α φανερώνω πρωτύτερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀναφαίνω «φανερώνω, καθιστώ γνωστό»] …   Dictionary of Greek

  • προεκφαίνω — ΜΑ 1. φανερώνω, αποκαλύπτω προηγουμένως 2. παθ. προεκφαίνομαι εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκφαίνω «φανερώνω, αποκαλύπτω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»