-
41 φαιάν
φαιά̱ν, φαιόςgrey: fem acc sg (attic doric aeolic) -
42 φαιάς
φαιά̱ς, φαιόςgrey: fem acc pl -
43 λευκόφαιος
λευκό-φαιος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λευκόφαιος
-
44 σομφός
A spongy, porous,σ. οἷον σπογγιά Hp.Loc.Hom.2
; of pumice-stone, Alex.124.10; ἡ γλῶττα σὰρξ μανὴ καὶ ς. Arist.HA 492b33; freq. of the lungs, ib. 496b3, Resp. 478a13, al., cf. Clidem. ap. Thphr.Sens.38; σομφὴ σάρξ, of fish, Archestr.Fr.14; of ground,χώρα σ. καὶ ὕπαντρος Arist.Mete. 366a25
, cf. 352b10.II metaph. of sound, unresonant, σομφὸν φθέγγεσθαι, of persons with polypus in the nose, Hp.Morb.2.33; σομφὸν ἐμπνεύσας, of a flute-player, blowing thickly, huskily, D.H. Comp.11, cf. Alex.Aphr. in Top.329.28; half-way between λευκός and μέλας in sounds, as φαιός is in colours, Arist.Top. 106b7.III σομφός, ὁ,= κολοκυνθίς, Plin.HN20.13. -
45 φαωτός
-
46 λευκόφαιος
λευκό-φαιος, weißgrau, aschgrau -
47 μελαινόφαιος
-
48 μελανόφαιος
μελανό-φαιος, schwarzgrau, neben λευκόφαιος als Feigenart aufgeführt -
49 σομφός
-
50 ὑπόφαιος
-
51 φλογόφαιος
-
52 μόρτος
Origin: XX [etym. unknown]Etymology: DELG compares μορύσσω refers to Pok. 734.Page in Frisk: 2,257Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μόρτος
См. также в других словарях:
φαιός, -ή — και ά, ό 1. αυτός που έχει χρώμα μεταξύ άσπρου και μαύρου, σκούρος, μουντός. 2. τεφρός, σταχτής, γκρίζος: Φαιά μαλλιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαιός — grey masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαιός — ά, ό / φαιός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ή Ν 1. (ιδίως για το χρώμα τού λυκαυγούς ή τού λυκόφωτος) αυτός που έχει χρώμα μεταξύ λευκού και μαύρου, σκούρος, μουντός 2. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Φαιά μυθ. αγριόχοιρος που λυμαινόταν την περιοχή τού… … Dictionary of Greek
φαιά — φαιός grey neut nom/voc/acc pl φαιά̱ , φαιός grey fem nom/voc/acc dual φαιά̱ , φαιός grey fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαιότερον — φαιός grey adverbial comp φαιός grey masc acc comp sg φαιός grey neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαιῶν — φαιός grey fem gen pl φαιός grey masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαιόν — φαιός grey masc acc sg φαιός grey neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαιαῖς — φαιός grey fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαιαί — φαιός grey fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαιοτέρου — φαιός grey masc/neut gen comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαιοῖς — φαιός grey masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)