-
21 φαιούς
φαιόςgrey: masc acc pl -
22 φαιήν
φαιόςgrey: fem acc sg (epic ionic) -
23 φαιώ
φαιόςgrey: masc /neut nom /voc /acc dual -
24 φαιών
-
25 φαιῶν
-
26 πελλαῖος
-
27 σομφός
σομφός, 1) schwammig, locker, porös; σάρξ, eines Fisches, Archestrat. bei Ath. VII, 316 a; Arist. partt. an. 3, 6. – 2) φωνὴ σομφή, eine dumpfe, hohle, heisere Stimme, in der Mitte zwischen λευκή u. μέλαινα stehend, also der Farbe φαιός entsprechend, Arist. top. 1, 13.
-
28 φαιά
-
29 φαιᾷ
-
30 φαιάς
-
31 φαιᾶς
-
32 φαιαίς
-
33 φαιαῖς
-
34 φαιοίς
-
35 φαιοῖς
-
36 φαιοτέραν
φαιοτέρᾱν, φαιόςgrey: fem acc comp sg (attic doric aeolic) -
37 φαιού
-
38 φαιοῦ
-
39 φαιώ
-
40 φαιῷ
См. также в других словарях:
φαιός, -ή — και ά, ό 1. αυτός που έχει χρώμα μεταξύ άσπρου και μαύρου, σκούρος, μουντός. 2. τεφρός, σταχτής, γκρίζος: Φαιά μαλλιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαιός — grey masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαιός — ά, ό / φαιός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ή Ν 1. (ιδίως για το χρώμα τού λυκαυγούς ή τού λυκόφωτος) αυτός που έχει χρώμα μεταξύ λευκού και μαύρου, σκούρος, μουντός 2. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Φαιά μυθ. αγριόχοιρος που λυμαινόταν την περιοχή τού… … Dictionary of Greek
φαιά — φαιός grey neut nom/voc/acc pl φαιά̱ , φαιός grey fem nom/voc/acc dual φαιά̱ , φαιός grey fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαιότερον — φαιός grey adverbial comp φαιός grey masc acc comp sg φαιός grey neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαιῶν — φαιός grey fem gen pl φαιός grey masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαιόν — φαιός grey masc acc sg φαιός grey neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαιαῖς — φαιός grey fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαιαί — φαιός grey fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαιοτέρου — φαιός grey masc/neut gen comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαιοῖς — φαιός grey masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)