-
1 φαίνομαι
[фэномэ] р. являться, появляться, показываться, казаться, иметь вид.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φαίνομαι
-
2 пропасть
I. 1. (потеряться, исчезнуть) χάνομαι, εξαφανίζομαι, γίνομαι άφαντος 2. (перестать появляться где-л.) χάνομαι, εξαφανίζομαι 3. (не вернуться, не давать ο себе знать) χάνομαι, εξαφανίζομαι, δε φαίνομαι 4. (перестать быть видимым{}слышимым{}) χάνομαι, δε φαίνομαι/ακούγομαι 5. (исчезнуть, утратиться) χάνομαι, εξαφανίζομαι. II.(крутой, глубокий обрыв) το βάραθρο, ο γκρεμός, το χάσμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пропасть
-
3 выглядеть
выглядеть φαίνομαι, έχω όψη· вы хорошо \выглядетьите έχετε καλή όψη* * *φαίνομαι, έχω όψηвы хорошо́ вы́глядите — έχετε καλή όψη
-
4 казаться
казаться 1) φαίνομαι 2) безл. φαίνεται мне кажется μου φαίνεται* кажется, что... φαίνεται πως..* * *1) φαίνομαι2) безл. φαίνεταιмне ка́жется — μου φαίνεται
ка́жется, что… — φαίνεται πως
-
5 оказаться
оказаться 1) (очутиться) βρίσκομαι 2) (обнаружиться) αποδείχνομαι, φαίνομαι* * *1) ( очутиться) βρίσκομαι2) ( обнаружиться) αποδείχνομαι, φαίνομαι -
6 вид
вид Iм1. (внешность) ἡ δψη [-ις], ἡ ἐμφάνιση, τό ἐξωτερικό[ν]/ τό ὕφος, ἡ ἐκφραση (выражение лица):общий \вид ἡ γενική ἄποψη, ἡ γενική θέα· здоровый \вид ὑγιής στήν δψη, πού φαίνεται ὑγιής· независимый (серьезный) \вид τό ἀνεξάρτητο (σοβαρό) ὑφος· иметь хороший \вид (о человеке) δείχνω (или φαίνομαι) καλά· у него́ веселый \вид ἐχει χαιρούμενη δψη· иметь жалкий \вид ἔχω ἀξιολύπητο ὕφος· на \вид, по \виду, с \виду φαίνεται, ἐξ ὀψεως· ему на \вид двадцать лет φαίνεται σάν είκοσι χρονών2. (состояние) ἡ κατάσταση; в нетрезвом \виде μεθυσμένος, πιωμένος, σέ κατάσταση μέθης·3. (зрелище, картина) ἡ ἄποψη, ἡ θέα, τό τοπεῖο[ν]:из окна открывался чудесный \вид» ἀπό τό παράθυρο φαίνονταν ὑπέροχη θέα· \виды Кавказа τά τοπία του Καυκάσου·4. \виды мн. (предположения, намерения) οἱ βλέψεις, οἱ προβλεψεις, οἱ προθέσεις:\виды на урожай οἱ προβλέψεις γιά τή σοδειά· \виды на будущее οἱ βλεψεις γιά τό μέλλον иметь \виды на кого-л., на что-л. ἔχω βλέψεις πάνω σέ κάποιον, ἐποφθαλμιώ κάτι· ◊ делать \вид καμώνομαι δτι..., προσποιοῦμαι, κάνω πώς...· не показать \виду δέν δείχνω δτι, δέν ἐκδηλώνομαι· иметь в \виду ἔχω ὑπ'δψη· для \вида γιά τά μάτια (τοῦ κόσμου), γιά τόν τύπο· под \видом μέ τήν πρόφαση, ὑπό τό πρόσχημα· ни под каким \видом ἐπ'ούδενί λόγω, μέ κανένα τρόπο, σέ καμμιά περίπτωση· поставить кому-л. на \вид κάνω παρατήρηση, κατακρίνω· он видал \виды είδε πολλά στή ζωή του· исчезнуть из \виду ἐξαφανίζομαι· терять из \виду χάνω ἀπ° τά μάτια μου, χάνω τά ίχνη· быть на \виду́ εἶμαι ἐκτεθειμένος, φαίνομαι· при \виде кого-л., чего-л. μόλις είδα (κάποιον, κάτι)· в \виде чего-л. μέ τή μορφή· в \виде эксперимента γιά πειραματισμό· в \виде доказательства σάν (или γιά) ἀπόδειξη.вид IIм1. филос, биол. τό είδος·2. грам. ἡ μορφή:\виды глаголов οἱ μορφές των ρημάτων совершенный \вид ἡ τετελεσμένη μορφή· несовершенный \вид ἡ μή τετελεσμένη μορφή. -
7 казаться
казатьсянесов1. (иметь вид) φαίνομαι:\казаться старше своих лет φαίνομαι πιό μεγάλος ἀπό τά χρόνια μου·2. без л.:кажется, что... μοῦ φαίνεται ὀτι...· кажется, я уже опоздал μοῦ φαίνεται πώς ἔχω ήδη ἀργήσει·3. вводн. сл. φαίνεται:вот-вот, кажется, польет дождь φαίνεται, πώς ὅπου ναναι θά βρέξει· казалось бы... θἄλεγε κανείς.. -
8 оказываться
оказ||ываться1. (очутиться) βρίσκομαι, εὐρίσκομαι:он \оказыватьсяал-ся дома βρέθηκε στό σπίτι·2. (обнаруживаться на деле) φαίνομαι, ἀποδείχνομαι:это \оказыватьсяалось нелегким (делом) ἀποδείχτηκε πώς αὐτό ήταν δύσκολο· \оказыватьсяалось, что... φάνηκε ὀτι..., ἀποδείχθηκε δτι...· он \оказыватьсяался хорошим товарищем ἐφάνηκε καλός σύντροφος· \оказыватьсяаться достойным βγαίνω ἀξιος· \оказыватьсяаться неспособным φαίνομαι ἀνίκανος. -
9 открываться
открываться1. ανοίγομαι·2. (о ране) ἀνοίγω·3. (начинаться) ἀνοίγω (άμετ.), ἀρχίζω·4. (перед глазами) φαίνομαι, παρουσιάζομαι:перед нами открывается красивый вид μπροστά μας απλώνεται ωραία θέα*5. (обнаруживаться) έκδηλοϋμαι (о болезни, эпидемии)/ παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι, φαίνομαι (о случае, возможности и от. п.)·6. (открывать свои мысли) εκμυστηρεύομαι, ανοίγομαι σέ κάποιον. -
10 выглядеть
-яжу, -ядишь, ρ.σ.μ.1. (απλ.) διακρίνω, ξεχωρίζω, βλέπω•в толпе он -ел своего знакомого αυτός διέκρινε στο πλήθος έναν γνωστόν του.
|| παρατηρώ, βλέπω καλά, ρλα.2. -яжу, -ядишьρ.δ.φαίνομαι, δείχνω•он -ит больным αυτός φαίνεται για άρρωστος•
выглядеть молодым φαίνομαι νέος•
дом -ит новым το σπίτι φαίνεται καινούριο.
-
11 раскрыть
-крою, -кроешь ρ.σ.μ.1. ανοίγω•раскрыть ящик ανοίγω το κιβώτιο•
раскрыть дверь ανοίγω την πόρτα•
раскрыть зонтик ανοίγω την ομπρέλα•
раскрыть нож ανοίγω το σουγιά•
раскрыть книгу ανοίγω το βιβλίο•
раскрыть глаза, рот ανοίγω τα μάτια, το στόμα.
2. (κυρλξ. κ. μτφ.)• αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω• φανερώνω•халат распахнулся и -ыл нижнее бель η ρόμπα άνοιξε και φάνηκαν τα εσώρουχα•
раскрыть тайну αποκαλύπτω μυστικό•
раскрыть замыслы врагов ξεσκεπάζω τα σχέδια (προθέσεις) του εχθρού•
раскрыть загоеор ξεσκεπάζω τη συνομωσία.
|| μτφ. εκμυστηρεύομαι•он -ыл мне своё сердце αυτός μου άνοιξε την καρδιά του, τα είπε όλα.
εκφρ.раскрыть глаза – ανοίγω τα μάτια (διαφωτίζω)•раскрыть чью игру – ξεσκεπάζω τις προθέσεις (τα σχέδια) κάποιου.1. ανοίγω, -ομαι•окно -лось το παραθύρι άνοιξε•
дверь -лась η πόρτα άνοιξε•
все ящики -лись όλα τα κιβώτια ανοίχτηκαν.
|| ανθίζω•розы -лись τα τρ ι-αντάφυλλα άνοιξαν.
2. φαίνομαι•перед ними -лось море μπροστά τους φάνηκε η θάλασσα.
3. μτφ. αποκαλύπτομαι, ξεσκεπάζομαι, φανερώνομαι•преступление -лось το έγκλημα αποκαλύφτηκε.
4. δημιουργούμαι (για συνθήκες, πρού-θέσεις, δυνατότητες)•-лись перспективы άνοιξαν προοπτικές.
5. (γι.α μέλη του σώματος)• αποκαλύπτομαι, φαίνομαι.6. (χαρτπ.) καλύπτω όλα τα χαρτιά. -
12 рдеть
рдеетρ.δ. κοκκινίζω, φαίνομαι κόκκινος•плоды -ют на солнце οι καρποί κοκκινίζουν στον ήλιο•
-ют знамна κοκκινίζουν οι σημαίες.
κοκκινίζω, φαίνομαι κόκκινος•,лись кисти винограда κοκκίνιζαν τα τσαμπιά των σταφυλιών. -
13 сереть
-
14 белеть
беле||тьнесов1. (становиться белым) ἀσπρίζω, λευκαίνω, λευκαίνομαι;2. (виднеться) λευκάζω, φαίνομαι λευκός, ἀσπρίζω:седина \белетьет в волосах τά μαλλιά του πήραν ν; ἀσπρίζουν. -
15 белеться
беле||тьсяφαίνομαι ἄσπρος, λευκάζω. -
16 выглядеть
выглядетьнесов (иметь вид) φαίνομαι, ἔχω ὀψη, ἔχω παρουσιαστικό:хорошо́ (плохо) \выглядеть ἔχω καλή (κακή) ὀψη. -
17 выглядывать
выглядыватьнесов, выглянуть сов παρατηρώ, κυττάζω/ φαίνομαι, βγαίνω, προβάλλω, διαφαίνομαι, ξεμυτίζω (показываться из-за чего-л.):\выглядывать из окна προβάλλω ἀπό τό παράθυρο· \выглядывать из-за занавески κυττάζω πίσω ἀπό τήν κουρτίνα· солнце выглянуло из-за туч ὁ ήλιος φάνηκε (или πρόβαλε) μέσα ἀπ' τά σύννεφα. -
18 выдаваться
выдавать||ся1. (выступать) προεξέχω, προβάλλω, φαίνομαι/ ἐξέχω (торчать)·2. (выделяться) διακρίνομαι, εἶμαι περίβλεπτος·3. (случаться) παρουσιάζομαι:выдался слу́чай ήρθε περίσταση, βρέθηκε εὐκαιρία· сегодня выдался хороший день βγήκε καλή μέρα. -
19 выплывать
выплыватьнесов, выплыть сов1. βγαίνω στήν ἐπιφάνεια, ἐπιπλεω, ἀναδύομαι, φανερώνομαι/ βγαίνω στά ἀνοιχτά, ἀναπλέω (выходить в открытое море)-2. трен, (обнаруживаться) φαίνομαι, ἐμφανίζομαι, ἐκδηλώνομαι. -
20 вырастать
вырастатьнесов, вырасти сов1. ἀναπτύσσομαι, μεγαλώνω·2. (увеличиваться) αὐξάνομαι·3. (внезапно появляться, возникать) φαίνομαι, προβάλλω, ξεφυτρώνω, παρουσιάζομαι ξαφνικά:как из-под земли вырос ἐμφανίζομαι, ξεφυτρώνω ἀναπάντεχα·4. перен (достигать ка-кой-л. степени) ἀναπτύσσομαι, ἐξελίσσομαι:\вырастать в кру́пного ученого ἐξελίχτηκε σέ μεγάλο ἐπιστήμονα· ◊ она выросла из платья τό φόρεμα τῆς ἔρχεται κοντό· \вырастать в чьйх-л. глаза́х ἀνεβαίνω στήν ἐκτίμηση κάποιου.
См. также в других словарях:
φαίνομαι — φαίνομαι, φάνηκα βλ. πίν. 225 (και ως απρόσ. φαίνεται) Σημειώσεις: φαίνομαι : η μτχ. χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό (το φαινόμενο) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φαίνομαι — ΝΜΑ, και ενεργ τ. φαίνω Α μέσ. 1. είμαι ή γίνομαι ορατός, διακρίνομαι (α. «δεν φαίνεται από εδώ η θάλασσα» β. «φάνεν δὲ oἱ εὐρέες ὦμοι», Ομ. Οδ.) 2. γίνομαι φανερός, φανερώνομαι 3. προβάλλω, εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι (α. «έχει καιρό να φανεί» β … Dictionary of Greek
φαίνομαι — φάνηκα 1. είμαι ή γίνομαι ορατός, γίνομαι θεατός, διακρίνομαι: Από εδώ φαίνεται η θάλασσα. 2. εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι, κάνω την εμφάνισή μου: Άργησε, δε φάνηκε ακόμη. 3. εκδηλώνομαι, δείχνομαι, προμηνύομαι: Η καλή μέρα φαίνεται από το πρωί. 4 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαίνομαι — φαίνω A ren. pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγαθοφέρνω — φαίνομαι ανόητος, ή φέρομαι σαν ανόητος, κουτοφέρνω … Dictionary of Greek
αγουροφέρνω — φαίνομαι άγουρος … Dictionary of Greek
αγριοφέρνω — φαίνομαι άγριος, αγριωπός. [ΕΤΥΜΟΛ. άγριος + φέρνω] … Dictionary of Greek
ακροδείχνω — φαίνομαι λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (ΙΙ) + δείχνω] … Dictionary of Greek
ασπρουδίζω — φαίνομαι σχεδόν άσπρος … Dictionary of Greek
μαυροφέρνω — φαίνομαι μαύρος, έχω τις αποχρώσεις τού μαύρου χρώματος («σαν τα ροδοχαράματα στοιχειά, που μαυροφέρνουνε», Παλαμ.) … Dictionary of Greek
μικροδείχνω — φαίνομαι μικρότερος στην ηλικία από ό,τι είμαι … Dictionary of Greek