-
1 видно
видно 1. предик. 1) φαίνεται было хорошо \видно φαινόταν καλά его ещё не \видно δε φαίνεται ακόμη 2) (заметно) είναι φανερό, είναι αισθητό 2. вводи, ел. πιθανό, καθώς φαίνεται \видно, он не придёт καθώς φαίνεται δε θα ρθει* * *1. предик.1) φαίνεταιбы́ло хорошо́ ви́дно — φαινόταν καλά
его́ ещё не ви́дно — δε φαίνεται ακόμη
2) ( заметно) είναι φανερό, είναι αισθητό2. вводн. сл.πιθανό, καθώς φαίνεταιви́дно, он не придёт — καθώς φαίνεται δε θα ρθει
-
2 казаться
казаться 1) φαίνομαι 2) безл. φαίνεται мне кажется μου φαίνεται* кажется, что... φαίνεται πως..* * *1) φαίνομαι2) безл. φαίνεταιмне ка́жется — μου φαίνεται
ка́жется, что… — φαίνεται πως
-
3 казаться
кажусь, кажешься, μτχ. ενστ. кажущийсяρ.δ.1. φαίνομαι• δείχνω•-ется весёлым φαίνεται εύθυμος•
это вам так -ется αυτό έτσι σας φαίνεται•
он -ется моложе своих лет αυτός δείχνει να είναι νεότερος από τα χρόνια του•
-ется что... φαίνεται ότι...• как -ется όπως φαίνεται.
2. απρόσ. φαίνεται•мне -ется μου φαίνεται.
облака -лось, касались вершин гор τα σύννεφα, φαινόταν, σαν να έγγιζαν στις κορυφές των βουνών.
|| νομίζω•-ется, я не опоздал νομίζω,πως δεν άργησα.
3. (απλ.) εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι.εκφρ.не казаться на глаза – να μη με δει μάτι (δεν εμφανίζομαι). -
4 казаться
казатьсянесов1. (иметь вид) φαίνομαι:\казаться старше своих лет φαίνομαι πιό μεγάλος ἀπό τά χρόνια μου·2. без л.:кажется, что... μοῦ φαίνεται ὀτι...· кажется, я уже опоздал μοῦ φαίνεται πώς ἔχω ήδη ἀργήσει·3. вводн. сл. φαίνεται:вот-вот, кажется, польет дождь φαίνεται, πώς ὅπου ναναι θά βρέξει· казалось бы... θἄλεγε κανείς.. -
5 видно
1. απρόσ. ως κατηγ. φαίνεται, είναι ορατές, θεατός•отсюда всю деревню видно απ’ εδώ φαίνεται όλο το χωριό.
2. επίρ. προφανώς, όπως φαίνεται•он, как, недоволен αυτός, όπως φαίνεται, είναι δυσαρεστημένος.
εκφρ.видно будет – θα φανεί, Θα δούμε. -
6 вероятно
вероятн||о1. вводн. сл. πιθανόν, ίσως, φαίνεται, ἐνδεχόμενον:ты, \вероятноо, не знаешь ἐσύ, πιθανόν, δέν θά ξέρεις· он, \вероятноо, не придет φαίνεται πώς δέν θά ἐρθει·2. предик безл εἶναι πιθανό[ν], ὅπως φαίνεται:вполне \вероятно πολύ πιθανόν. -
7 вид
вид Iм1. (внешность) ἡ δψη [-ις], ἡ ἐμφάνιση, τό ἐξωτερικό[ν]/ τό ὕφος, ἡ ἐκφραση (выражение лица):общий \вид ἡ γενική ἄποψη, ἡ γενική θέα· здоровый \вид ὑγιής στήν δψη, πού φαίνεται ὑγιής· независимый (серьезный) \вид τό ἀνεξάρτητο (σοβαρό) ὑφος· иметь хороший \вид (о человеке) δείχνω (или φαίνομαι) καλά· у него́ веселый \вид ἐχει χαιρούμενη δψη· иметь жалкий \вид ἔχω ἀξιολύπητο ὕφος· на \вид, по \виду, с \виду φαίνεται, ἐξ ὀψεως· ему на \вид двадцать лет φαίνεται σάν είκοσι χρονών2. (состояние) ἡ κατάσταση; в нетрезвом \виде μεθυσμένος, πιωμένος, σέ κατάσταση μέθης·3. (зрелище, картина) ἡ ἄποψη, ἡ θέα, τό τοπεῖο[ν]:из окна открывался чудесный \вид» ἀπό τό παράθυρο φαίνονταν ὑπέροχη θέα· \виды Кавказа τά τοπία του Καυκάσου·4. \виды мн. (предположения, намерения) οἱ βλέψεις, οἱ προβλεψεις, οἱ προθέσεις:\виды на урожай οἱ προβλέψεις γιά τή σοδειά· \виды на будущее οἱ βλεψεις γιά τό μέλλον иметь \виды на кого-л., на что-л. ἔχω βλέψεις πάνω σέ κάποιον, ἐποφθαλμιώ κάτι· ◊ делать \вид καμώνομαι δτι..., προσποιοῦμαι, κάνω πώς...· не показать \виду δέν δείχνω δτι, δέν ἐκδηλώνομαι· иметь в \виду ἔχω ὑπ'δψη· для \вида γιά τά μάτια (τοῦ κόσμου), γιά τόν τύπο· под \видом μέ τήν πρόφαση, ὑπό τό πρόσχημα· ни под каким \видом ἐπ'ούδενί λόγω, μέ κανένα τρόπο, σέ καμμιά περίπτωση· поставить кому-л. на \вид κάνω παρατήρηση, κατακρίνω· он видал \виды είδε πολλά στή ζωή του· исчезнуть из \виду ἐξαφανίζομαι· терять из \виду χάνω ἀπ° τά μάτια μου, χάνω τά ίχνη· быть на \виду́ εἶμαι ἐκτεθειμένος, φαίνομαι· при \виде кого-л., чего-л. μόλις είδα (κάποιον, κάτι)· в \виде чего-л. μέ τή μορφή· в \виде эксперимента γιά πειραματισμό· в \виде доказательства σάν (или γιά) ἀπόδειξη.вид IIм1. филос, биол. τό είδος·2. грам. ἡ μορφή:\виды глаголов οἱ μορφές των ρημάτων совершенный \вид ἡ τετελεσμένη μορφή· несовершенный \вид ἡ μή τετελεσμένη μορφή. -
8 видимо
видимовводн. сл. ὅπως φαίνεται, φαίνεται πώς:он, видимо, заболел ὅπως φαίνεται ἀρρώστησε. -
9 думать
дума||тьнесов1. σκέφτομαι, σκέπτομαι / συλλογίζομαι, στοχάζομαι (размышлять):не долго \думатья χωρίς πολλές σκέψεις, χωρίς δισταγμό· я даже не \думатью οὔτε τό σκέφτομαι· тут нечего \думать δέν χρειάζεται πολλή σκέψη·2. (полагать) νομίζω, μοῦ φαίνεται, ὑποθέτω, πιστεύω:\думатью, что он не прав νομίζω δτι δέν ἐχει δίκη ὁ, πιστεύω δτι ἐχει ἄδικο· не \думатьκ> δέν πιστεύω· что вы об этом \думатьете? τί γνώμη ἔχετε γι ' αὐτό;· вы так \думатьете? ἐτσι νομίζετε;·3. (намереваться) σκοπεύω, λογαριάζω, ἔχω πρόθεση [-ιν]:я \думатью остаться до́ма σκοπεύω νά μείνω στό σπίτι·4. (заботиться, интересоваться) σκέφτομαι, σκέπτομαι, νοιάζομαι:\думать» только о себе σκέφτομαι μόνο τόν ἐαυτό μου· не \думать о других δέν νοιάζομαι γιά τους ᾶλλους· ◊ и не \думатью! οὔτε μοῦ πέρασε ἀπ' τό μυαλό!, οὔτε τό σκέπτομαι!· и \думать нечего μή διστάζεις καθόλου· много о себе \думать ἔχω μεγάλη Ιδέα γιά τόν ἐαυτό μου· \думатьться безл разг φαίνεται:мне \думатьется, что... μοῦ φαίνεται, πώς... -
10 как
как1. нареч вопр. πῶς, τίνι τρόπω:\как вы поживаете? πῶς είσθε; τί κάνετε; \как ἐτο случилось? πως συνέβη αὐτό;· \как э́то сделать? πῶς νά τό κάνω αὐτό;· \как вам кажется? πως σᾶς φαίνεται;· \как мне быть? τί νά κάνω· \как так? πως ἐτσι;·2. нареч воскл. πῶς, τί:\как он изменился! πῶς ἄλλαξε!·3. нареч относ. ὅπως, ὠς:я действовал, \как вы мне сказали ἐνήργησα ὀπως μοῦ είπατε·4. союз сравнит. ὀπως, σάν, καθώς, ὡσάν:белый \как снег ἄσπρος σάν τό χιόνι· такой же, \как прежде ὁ ίδιος, ὅπως καί πρίν советую вам э́то \как друг σᾶς τό συμβουλεύω σάν φίλος· \как..., так и... τόσο..., ὀσο...·5. союз временной μόλις, ὀταν, πού, εὐθύς ὡς (как только)! ἀπό τότε πού, ἀφ· ὀτου (с тех пор как):всякий раз \как κἀθε φορά πού· прошло два года, \как мы с yим познакомились πέρασαν δύο χρόνια ἀπό τότε πού γνωριστήκαμε· между те́м \как, тогда \как ἐνῶ, τήν ὠρα πού·6. союз (выражает внезапность действия) разг ξαφνικά, ξάφνου, Εξαφνα:она (вдруг) \как закричит ξαφνικά ἀρχισε νά φωνάζει· дождь \как польет ἀρχισε ξάφνου μιά βροχή· ◊ \как когда разг ἐξαρτάται ἀπό τίς περιστάσεις· \как будто, \как бы σάμπως, φαίνεται σάν, σάν νἀ· задача !§та \как будто простая τό πρόβλημα αὐτό φαίνεται εὔκολο· \как раз ἀκριβῶς, ίσια ίσια· \как бы то ий было ὅπως καί νάχει τό ζήτημα, ὅτι καί νά συμβή· \как бы ни ὅσο καί νά· \как бы он ни старался... ὅσο καί νά προσπαθήσει...· \как бы не... μήπως καί..., μπας καί...· \как же! ἀσφαλώς!, βεβαίως!· \как же так? разг ἀπό ποῦ κι· ὡς ποῦ:· \как бы не так! καλέ τί μας λές!· \как знать? разг ποιος ξέρει;· \как попало ὅπως τύχει· делать что́-л. \как попало κάνω κάτι ὀπως τύχει· \как например ὅπως λόγου χάριν смотря \как... ἐξαρτᾶται πως...· \как известно ὅπως εἶναι γνωστό. -
11 никак
никак 1επίρ.με κανένα τρόπο καθόλου, εντελώς (όχι)•это он никак не понимает αυτό δεν το καταλαβαίνει αυτός με κανένα τρόπο•
никак нельзя είναι εντελώς αδύνατο•
я этого никак не ожидал αυτό καθόλου δεν το περίμενα.
εκφρ.никак нет – τελείως όχι• καθόλου, ουδόλως, ουδαμώς, μηδαμώς.никак 2μόριο (απλ.) φαίνεται (ότι), όπως φαίνεται•никак это ваш брат едет σαν να είναι ο αδερφός σας αυτός που έρχεται•
никак вы позабыли φαίνεται ότι ξεχάσατε.
-
12 очевидно
очевидно 1. (вероятно) προφανώς, ολοφάνερα, όπως φαίνεται 2. предик, είναι σίγουρο, είναι ολοφάνερο* это совершенно \очевидно είναι σίγουρο* * *1.( вероятно) προφανώς, ολοφάνερα, όπως φαίνεται2. предик.είναι σίγουρο, είναι ολοφάνεροэ́то соверше́нно очеви́дно — είναι σίγουρο
-
13 по-видимому
-
14 верно
верно1. нареч (преданно) πιστά.2. нареч (правильно) σωστά, ἀκριβῶς·3. предик безл εἶναι σωστό:совершенно \верно πολύ σωστά, ἀπόλυτα σωστά·4. вводн. сл. (вероятно) πιθανόν, μάλλον, ὅπως φαίνεται:он, \верно забыл μάλλον θά ξέχασε· он, \верно не придет φαίνεται πώς δέν θά ἐρθει. -
15 представляться
представлять||ся1. (появляться) παρουσιάζομαι:представляется случай παρουσιάζεται εὐκαιρία·2. (казаться) φαίνομαι:мне представляется, что... μοῦ φαίνεται δτι...· это мне представляется маловероятным μου φαίνεται ἀπίθανο·3. (притворяться) разг καμώνομαι, προσποιοῦ-μαι, κάνω:\представлятьсяся больным προσποιοῦμαι τόν ἀρρωστο, κάνω τόν ἄρρωστο·4. (при знакомстве) συσταίνομαι, συστήνομαι. -
16 будто
σύνδ.1. σαν, σα να, σάμπως, ωσάν•лежит будто мертвый κείτεται σα νεκρός•
посмотри будто идет кто-то κοίταξε, σάμπως να έρχεται κάποιος.
2. νομίζω, μου φαίνεται• πως•мне будто этого не говорил μου φαίνεται πως δεν μου έλεγες τέτοιο πράγμα.
3. άραγε(ς), τάχα, σάμπως•уж будто ты так силен|? άραγε είσαι τόσο δυνατός;
πως, ότι•говорят будто он разорился λένε πως αυτός φτώχεψε.
-
17 видимо
επίρ.1. παλ. προφανώς, είναι φανερό•он видимо осунулся είναι φανερό πως αυτός αδυνάτισε.
2. πιθανώς, πιθανόν, όπως φαίνεται, κατά τα φαινόμενα•видимо он заболел όπως φαίνεται, αυτός αρρώστησε.
-
18 вроде
πρόθ.1. σαν, ωσάν, όμοια, παρόμοια, εν είδη, καθ’ ομοίωση•пальто вроде моего πανωφόρι σαν το δικό μου.
2. ως, όπως φαίνεται, κατά τα φαινόμενα•он вроде заболел όπως φαίνεται, αυτός αρρώστησε.
εκφρ.вроде как ή бы – βλ. ανωτ. 2 σημ. -
19 выглядеть
-яжу, -ядишь, ρ.σ.μ.1. (απλ.) διακρίνω, ξεχωρίζω, βλέπω•в толпе он -ел своего знакомого αυτός διέκρινε στο πλήθος έναν γνωστόν του.
|| παρατηρώ, βλέπω καλά, ρλα.2. -яжу, -ядишьρ.δ.φαίνομαι, δείχνω•он -ит больным αυτός φαίνεται για άρρωστος•
выглядеть молодым φαίνομαι νέος•
дом -ит новым το σπίτι φαίνεται καινούριο.
-
20 знать
знать 1ρ.δ.μ.1. μαθαίνω, πληροφορούμαι•-намерения противника μαθαίνω τις διαθέσεις του εχθρού•
знать о родных μαθαίνω για τους συγγενείς.
2. γνωρίζω, ξέρω•знать жизнь ξέρω τη ζωή•
знать математику ξέρω μαθηματικά•
знать действительность γνωρίζω την πραγματικότητα•
русский язык ξέρω ρωσική γλώσσα.
|| μπορώ, δύναμαι•теперь знаю писать, читать τώρα μπορώ να γράφω, να διαβάζω.
3. είμαι γνώριμος, γνωρίζομαι•я его знаю с детства γνωρίζομαι μ αυτόν από τα παιδικά χρόνια•
лично γνωρίζω προσωπικά.
|| ξεχωρίζω από τους άλλους•собака меня -ет το σκυλί με γνωρίζει.
4. καταλαβαίνω, εννοώ•я знаю зачем вы это говорите καταλαβαίνω γιατί το λέτε αυτό.
5. δοκιμάζω•он не знал с детства ни ласка, ни радости αυτός δε γνώρισε από τα παιδικά του χρόνια ούτε χάδι, ούτε χαρά.
6. ξέρεις, ξέρετε•я знатьешь, читал «Отверженные» В. Гюго εγώ, ξέρεις, διάβασα τους «Αθλιους» του Β. Ουγκό.
εκφρ.знать меру – δείχνω μετριοπάθεια, είμαι στα όρια•знать совесть – δείχνω συνειδητότητα, έχω επίγνωση•знать своё место – ξέρω που βρίσκομαι, ξέρω τι κάνω• είμαι σεμνός•знать про себя – ξέρω μόνο εγώ (για μυστικό)•знать толк в чём; знать прок в чём – παλ. ξέρω απο..., σκαμπάζω•знать цену – ξέρω τι αξίζει, σωστά εκτιμώ•граммоте – παλ. ξέρω γραφή και ανάγνωση, είμαι εγγράμματος•знать не знаю – δεν έχω ιδέα απ αυτά, δεν καταλαβαίνω τίποτε απ αυτά•не знать веку (ή износу) – αιώνιος, άφθαρτος, στερεός•не знать женщин – είμαι παρθένος•не знать сна, покоя, отдыха – δεν ξέρω τι θα πει ύπνος, ησυχία, ανάπαυση•не могу знать – δε μπορώ να καταλάβω•не знай себе – δεν ενδιαφέρεται για τίποτε άλλο παρά...•знай наших! – μάθε ποιοί (τι) είμαστε!•сам -ю; про это я -ю – γι αυτό ξέρω μόνος μου, είναι δική μου δουλειά•то и знай – διαρκώς, ακατάπαυστα•только и -ет, что... – τίποτε άλλο δεν κάνει παρά...- ем мы вас – σας ξέρομε (για δυσπιστία κ.τ.τ.)•как -ешь – όπως θέλεις•кто его -ет – ποιος τον ξέρει (είναι άγνωστο)•надо (ή пора) и честь – φτάνει, πρέπει να τελειώνομε πρέπει να φύγω•по наслышке знать – εχω ακουστά•я -ю с кем имею дело – ξέρω με ποιόν έχω να κάνω•я -ю, за ним много недостатков – ξέρω πως έχει πολλά ελαττώματα•как мне его не знать – πως να μην τον ξέρω•делайте как -ете – κάνετε όπως καταλαβαίνετε•я не знаю за собой никакой вины – δε θεωρώ τον εαυτό μου ένοχο για τίποτε•- ет кошка чьё мясо сьла – παρμ. ξέρει ο μάστορας που θα καρφώσει το καρφί ή ξέρει η πάπια που είν' η λίμνη.γνωρίζομαι, αναπτύσσω (πιάνω) σχέσεις. || δοκιμάζω, παίρνω πείρα.знать 2όπως φαίνεται, κατά τα φαινόμενα•знать он не придёт όπως φαίνεται αυτός δε θα έρθει.
знать 3-и θ.αριστοκρατία.
См. также в других словарях:
φαίνεται — φαίνω A ren. pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀξώδους ᾂν ἐρᾷς μελιτῶδές σοι φαίνεται. — См. Не по хорошу мил, а по милу хорош … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὡς ἃπας μὲν λόγος ἂν ἀπῇ τὰ πράγματα ματαῖον τε φαίνεται καὶ κεινόν. — См. Не спеши языком, торопись делом … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
θαμποφαίνεται — φαίνεται θαμπά, μισοφαίνεται … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek