Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

φήσει

См. также в других словарях:

  • φήσει — φημί Spir. Prooem. aor subj act 3rd sg (epic) φημί Spir. Prooem. fut ind mid 2nd sg φημί Spir. Prooem. fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφήσει — ὑφάω aor subj act 3rd sg (attic epic ionic) ὑφάω fut ind mid 2nd sg (attic ionic) ὑφάω fut ind act 3rd sg (attic ionic) ὑ̱φήσει , ὑφάω futperf ind mp 2nd sg (attic ionic) ὑ̱φήσει , ὑφάω futperf ind act 3rd sg (attic ionic) ὑφίημι let down fut ind …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επεντείνω — ἐπεντείνω (Α) 1. εντείνω τις δυνάμεις μου, βάζω τα δυνατά μου («μὴ νῡν ἀνῶμεν, ἄλλ ἐπεντείνωμεν ἀνδρικώτερον», Αριστοφ.) 2. (για διάδοση) εξαπλώνομαι («φήσει τὸ πρᾱγμα βοᾱσθαι γὰρ ἐν τῆ πόλει καὶ λόγον ἐπεντείνειν», Θεόφρ.) 3. μέσ. τεντώνομαι… …   Dictionary of Greek

  • επιπρέπω — ἐπιπρέπω (Α) [πρέπω] 1. εξέχω, διακρίνομαι, φαίνομαι («οὐδὲ τί τοι δούλειον ἐπιπρέπει εἰσοράασθαι εἶδος καὶ μέγεθος», Ομ. Οδ.) 2. αρμόζω, ταιριάζω, συμφωνώ («τῇ εὐδαιμονίᾳ φήσει τις τὴν κακίαν ἐπιπρέπειν;», Ξεν.) 3. απρόσ. ἐπιπρέπει αρμόζει,… …   Dictionary of Greek

  • καταλαζονεύομαι — (Α) 1. μιλώ με αλαζονεία, με κομπασμό («οἶάπερ φήσει καὶ καταλαζονεύσεται πρὸς ὑμᾱς», Δημοσθ.) 2. μεγαλοποιώ κάτι με αλαζονικό τρόπο («καταλαζονευομένου περί τε τοῡ πλούτου καὶ τοῡ πλήθους τῶν μαθητῶν», Ισοκρ.) 3. υποτιμώ κάποιον από αλαζονεία 4 …   Dictionary of Greek

  • ῥιφήσει — ῥῑφήσει , ῥίπτω throw fut ind pass 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»