-
1 κλειδουχος...
κλειδοῦχος...κλῃδοῦχος, κλειδοῦχοςὅ и ἥ1) хранитель ключей, страж(τᾶς Ἀφροδίτας θαλάμων Eur.)
2) жрец(Ἥρας Aesch.)
3) хранитель, защитник: , ἥ πόλιν ἡμετέραν ἔχει κ. τε καλεῖται Arph. Паллада, которая владеет нашим городом и зовется хранительницей (его) -
2 κλειδούχος
-
3 κλειδοῦχος
-
4 κλειδούχος
ο, η, -οφύλακας ο1) ключни|к, -ца; эконом, -ка; кладовщи|к, -ца; 2) камергер; 3) ж.-д. стрелочник -
5 κλειδούχος
(σιδηρόδρ.)el guardaagulles -
6 κλείδουχος
A holding the keys: hence, having charge or custody of a place, (lyr.); Ἰώ, κ. Ἥρας her priestess, A.Supp. 291, cf. Phoronis 4, E.IT 131 (lyr.), IG22.974.23,3.172.7;κ. Διός E.Hyps.Fr.3(1)i
v 28; of Pallas, tutelary goddess, Ar.Th. 1142 (lyr.); τῶν συνδέσμων ἑκάστου κ. Μοῖρα protectress of.., Plu.2.591b; of Aeacus, IG14.1746;κ. νεκύων πύλαι AP7.391
(Bass.); of Hecate, Orph.Fr. 316.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλείδουχος
-
7 κλειδούχου
κλειδοῦχοςmasc /fem /neut gen sg -
8 κληιδούχου
κλειδοῦχοςmasc /fem /neut gen sg -
9 κλειδούχους
κλειδοῦχοςmasc /fem acc pl -
10 κλειδούχων
κλειδοῦχοςmasc /fem /neut gen pl -
11 κλειδούχ'
-
12 κλειδοῦχ'
-
13 κλειδούχον
-
14 κλειδοῦχον
-
15 κληδούχον
-
16 κλῃδοῦχον
-
17 κληιδούχον
-
18 κληιδοῦχον
-
19 κλῃδο ῦχος
κλῃδο ῦχος, wie κλειδοῦχος, die Schlüssel haltend, führend; ὁ, der Aufseher, Priester; Ἔρωτα τὸν τᾶς Ἀφροδίτας φιλτάτων ϑαλάμων κλῃδοῦχον Eur. Hipp. 541; Pallas, als Beschützerinn Athens, Ar. Thesm. 1142; Io, Priesterinn der Hera, Aesch. Suppl. 288; Eur. I. T. 132.
-
20 κληδουχος
κλῃδοῦχος, κλειδοῦχοςὅ и ἥ1) хранитель ключей, страж(τᾶς Ἀφροδίτας θαλάμων Eur.)
2) жрец(Ἥρας Aesch.)
3) хранитель, защитник: , ἥ πόλιν ἡμετέραν ἔχει κ. τε καλεῖται Arph. Паллада, которая владеет нашим городом и зовется хранительницей (его)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κλειδοῦχος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλειδούχος — ο (AM κλειδοῡχος, ον, Α αττ. τ. κληδοῡχος, ον, δωρ. τ. κλᾳδοῡχος, ον) το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η κλειδούχος 1. αυτός που κρατά και φυλάει τα κλειδιά, κλειδοκράτης, κλειδοφύλακας 2. αυτός που έχει τη φροντίδα για τη φύλαξη ενός τόπου («Ἔρωτα … Dictionary of Greek
κλειδούχος — ο, η 1. αυτός που κρατάει τα κλειδιά, κλειδοκράτης. 2. σιδηροδρομικός υπάλληλος που η υπηρεσία του είναι να χειρίζεται τα κλειδιά των τροχιών. 3. με τη φράση «κλειδούχος του παραδείσου» εννοείται ο άγιος Πέτρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλειδοῦχον — κλειδοῦχος masc/fem acc sg κλειδοῦχος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληιδοῦχον — κλειδοῦχος masc/fem acc sg κλειδοῦχος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλῃδοῦχον — κλειδοῦχος masc/fem acc sg κλειδοῦχος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλειδοῦχε — κλειδοῦχος masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλειδοῦχοι — κλειδοῦχος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλειδούχου — κλειδοῦχος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλειδούχους — κλειδοῦχος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλειδούχων — κλειδοῦχος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)