Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

υποβάλλω

  • 61 внушать

    [βνουσάτ'] ρ εμπνέω, υποβάλλω

    Русско-эллинский словарь > внушать

  • 62 задавать

    [ζανταβάτ'] ρ αναθέτω, υποβάλλω

    Русско-эллинский словарь > задавать

  • 63 облучать

    [αμπλουτσάτ'] ρ υποβάλλω στην ενέργεια ακτίνων

    Русско-эллинский словарь > облучать

  • 64 анализ

    α.
    ανάλυση•

    подвергнуть -у понятие причинности υποβάλλω σε ανάλυση την έννοια του αιτιατού•

    химический анализ χημική ανάλυση•

    микроскопический анализ μικροσκοπική ανάλυση•

    анализ крови ανάλυση αίματος•

    грамматический анализ γραμματική ανάλυση•

    произвести литературного произведения κάνω ανάλυση λογοτεχνικού έργου.

    Большой русско-греческий словарь > анализ

  • 65 апеллировать

    -рут, -руешь, ρ.δ. и.σ.
    1. υποβάλλω, κάνω έφεση
    2. απευθύνομαι, επικαλούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > апеллировать

  • 66 апелляция

    θ.
    έφεση. || προσφυγή.
    εκφρ.
    подать -ю – υποβάλλω αίτηση στο εφετείο.

    Большой русско-греческий словарь > апелляция

  • 67 в

    κ. во πρόθεση με αιτ. κ. προθτ. πτώση.
    1. προσδιορίζει: τόπο, κατεύθυνση, θέση, τομέα δράσης• εις, στον, στην κ.τ.τ.,σε, για•

    положить в ящик βάζω στο κιβώτιο•

    товар находится в ящиках хо εμπόρευμα είναι στα κιβώτια•

    уеду в Афины θα φύγω για την Αθήνα•

    живу в Афинах ζω στην Αθήνα•

    подать заявление в университет υποβάλλω αίτηση στο Πανεπιστήμιο•

    учусь в университете σπουδάζω στο Πανεπιστήμιο•

    уйти в работу φεύγω για τη δουλιά•

    он весь день в работе αυτός όλη τη μέρα είναι στη δουλιά.

    2. προσδιορίζει μορφή, κατάσταση, είδος• σε•

    лекарство в порошках φάρμακο σε σκονάκια•

    сахар в кусках ζάχαρη (σε) κομμάτια.

    3. δείχνει την εξωτερική όψη, το περίβλημα, την ενδυμασία• αποδίδεται στην ελληνική με τις προθέσεις: σε, στον, στην κ.τ.τ., μπορεί όμως και χωρίς αυτές•

    одеться в шубу φορώ τη γούνα•

    4. σημαίνει ποσό μονάδων σε• ή και χωρίς την πρόθεση•

    комедия в трех действиях κωμωδία σε τρεις πράξεις•

    длиной в два метра μάκρος δυο μέτρα.

    5. προσδιορίζει χρόνο• (μέσα) σε, στον, στην κ.τ.τ. ή και χωρίς ελλ. πρόθεση•

    в ночь на четверг τη νύχτα της Πέμπτης•

    в один день (μέσα) σε μια μέρα•

    в прошлом году τον περασμένο χρόνο (πέρυσι)•

    приду в пятницу θα έρθω την Παρασκευή•

    разница в годах διαφορά στα χρόνια.

    || προσδιορίζει τομέα• στον, στην κ.τ.τ. знаток в литературе γνώστης (κάτοχος) της φιλολογίας.
    6. δείχνει πολλαπλάσιο•

    в три раза больше τρεις φορές περισσότερο.

    7. χάριν, για, στο, στα•

    сказать в шутку λέγω για αστεία, στ’ αστεία, χάριν αστειότητας.

    8. δείχνει ομοιότητα•

    мальчик весь в отца το παιδί είναι ίδιος (απαράλλαχτος) πατέρας, μοιάζει σ’ όλα τον πατέρα.

    9. με προθετ. χρησιμοποιείται για καθορισμό απόστασης• σε•

    в двух шагах от меня (σε) δυο βήματα από μένα•

    в пяти минутах ходьбы от города πέντε λεπτά μακριά από την πόλη με τα πόδια.

    10. δείχνει τη σειρά• κατά•

    во-первых (κατά) πρώτον•

    в-третьих (κατά) τρίτον•

    в-шестых έκτον.

    Большой русско-греческий словарь > в

  • 68 вынести

    -есу, -есешь, παρλθ. χρ. вынес, -ла, -ло, ρ.σ.μ.
    1. βγάζω έξω, μεταφέρω,μετακομίζω, κουβαλώ•

    вынести мебель из комнаты βγάζω τα έπιπλα έξω από το δωμάτιο.

    || γράφω, σημειώνω•

    вынести замечания в конец γράφω τίς παρατηρήσεις στο τέλος.

    || υποβάλλω, φέρω•

    решение комиссии на общее собрание φέρω την απόφαση της επιτροπής στη γενική συνέλευση.

    2. μεταφέρω γρήγορα.
    3. μτφ. βγάζω, εξάγω• αποκτώ•

    я вынес убеждение из опыта σχημάτισα την πεποίθηση από πείρα.

    4. προβάλλω, βγάζω μπροστά•

    вынести ногу в таще! βγάζω μπροστά το πόδι στο χορό.

    5. αντέχω, υπομένω, υποφέρω, Βαστώ, κρατώ•

    душа моя не -ла η ψυχή μου δε βάσταξε.

    6. εκδίδω, βγάζω, παίρνω•

    вынести приговор βγάζω καταδικαστική απόφαση•

    вынести резолюцию παίρνω απόφαση•

    вынести благодарность εκφράζω τις ευχαριστίες (την ευγνωμοσύνη)•

    решение, резолюцию, постановление παίρνω απόφαση (αποφασίζω).

    εκφρ.
    вынести на своих плечах – σηκώνω το βάρος μόνος μου (τα βγάζω πέρα μόνος μου)•
    вынести впечатление – έχω (σχηματίζω, αποκομίζω) την εντύπωση.
    βγαίνω, εμφανίζομαι, προβάλλω ξαφνικά, ορμητικά, απότομα.

    Большой русско-греческий словарь > вынести

  • 69 донести

    -несу, -несшь, παρλθ. χρ. донс, -несла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. донесенный, βρ: -сн, -сена, -сено
    ρ.σ.μ.
    φέρω, κομίζω, μεταφέρω ως•

    донести узел до вагона μεταφέρω το μπόγο ως το βαγόνι.

    || (για ήχο, μυρουδιά) φέρω, παρασύρω.
    -несу, -несшь, παρλθ. χρ. донс, -несла, -ло
    ρ.σ.
    1. κάνω γνωστό, γνωστοποιώ, ειδοποιώ• ενημερώνω, κατατοπίζω. || αναφέρω, εκθέτω, κάνω (υποβάλλω) αναφορά, έκθεση.
    2. καταγγέλλω, καταμηνύω, καταδίδω, μαρτυρώ.

    Большой русско-греческий словарь > донести

  • 70 допрос

    α.
    ανάκριση, εξέταση•

    допрос свид- телей εξέταση μαρτύρων•

    вызывать на допрос καλώ για ανάκριση•

    сделать кому допрос ανακρίνω κάποιον•

    подвергнуть -у υποβάλλω σε ανάκριση•

    перекрстный допрос αντεξέταση.

    || διερώτηση, εξονυχιστική ερώτηση.

    Большой русско-греческий словарь > допрос

  • 71 засвидетельствовать

    -ствую, -ствуешь
    ρ.σ.μ.
    1. (επι)μαρτυρώ, (επι)βεβαιώνω, πιστοποιώ.
    2. επικυρώνω• θεωρώ.
    εκφρ.
    засвидетельствовать почтение – (τιαλ.) υποβάλλω τα σέβη.

    Большой русско-греческий словарь > засвидетельствовать

  • 72 кассация

    θ.
    1. έφεση, προσφυγή στο εφετεία,
    2. αίτηση αναίρεσης•

    подать -ю υποβάλλω έφεση.

    3. ακύρωση•

    кассация выборов προσφυγή στο ανώτατο δικαστήριο για ακύρωση των εκλογικών αποτελεσμάτων.

    Большой русско-греческий словарь > кассация

  • 73 квасить

    -ашу, -асишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. квашенный, βρ: -шен, -а, -о
    υποβάλλω σε ζύμωση, ζυμώνω, ζυνίζω.
    ζυμώνομαι,ξινίζω.

    Большой русско-греческий словарь > квасить

  • 74 мерсеризовать

    -зую, -зуешь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. мерсеризованный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.δ.κ.σ.μ. υποβάλλω σε μερσερισμό.
    υποβάλλομαι σε μερσερισμό.

    Большой русско-греческий словарь > мерсеризовать

  • 75 нажаловаться

    -луюсь, -дуешься
    ρ.σ. παραπονούμαι, λέγω ή υποβάλλω τα παράπονα.

    Большой русско-греческий словарь > нажаловаться

  • 76 наказание

    ουδ.
    τιμωρία, ποινή, κολασμός•

    телсное наказание σωματική τιμωρία•

    высшая мера -я η εσχάτη των ποινών•

    подвергнуть -го υποβάλλω σε τιμωρία•

    в наказание για τιμωρία•

    исправительное наказание επανορθωτική ποινή•

    увеличение -я επαύξηση της ποινής•

    смягчение -я μετρίαση της ποινής•

    налагать наказание επιβάλλω ποινή•

    уложение о -ях ποινικός κώδικας•

    страх -я ο φόβος της τιμωρίας•

    что за -! τι τιμωρία! τι καταδίκη!

    Большой русско-греческий словарь > наказание

  • 77 облучить

    -чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. облученный, βρ: -чен, -чена, -чено
    ρ.σ.μ. ακτινοβολώ, ρίχνω τις ακτίνες• υποβάλλω στην ενέργεια των ακτινών.

    Большой русско-греческий словарь > облучить

  • 78 обыск

    α.
    έρευνα, ψάξιμο, αναζήτηση•

    произвести обыск κάνω έρευνα•

    подвергать -у υποβάλλω σε έρευνα•

    найти при -е βρίσκω κατά την έρευνα.

    Большой русско-греческий словарь > обыск

  • 79 оголодить

    -ложу, -лодишь
    ρ.σ. (διαλκ.) υποβάλλω σε πείνα, κάνω να πεινάσει, καταδικάζω στην πείνα.

    Большой русско-греческий словарь > оголодить

  • 80 отвод

    α.
    1. απαγωγή, απομάκρυνση, απόσυρση. || μεταφορά, οδήγηση σε...
    2. στροφή, αλλαγή κατεύθυνσης. || παροχέτευση, διοχέτευση. || απώθηση, απόκρουση• πάρσιμο. || αποτροπή, πρόληψη, αποσόβηση.
    3. απόρριψη, αποποίηση• μη έγκριση.
    4. παραχώρηση, χορήγηση.
    5. πολλαπλασιασμός με καταβολάδες.
    6. εξαίρεση•

    заявить отвод против свидетелей υποβάλλω αίτηση εξαίρεσης κατά των μαρτύρων.

    7. (για σωλήνες, καλώδια κλπ.) διακλάδωση.
    8. το έλασμα ολίσθησης του έλκηθρου.
    9. περίζωμα, κορνίζα, γύρος• παρυφή, κράσπεδο.
    10. παλ. κλήρος γης.
    εκφρ.
    для -а глаз – για τα μάτια, για το θεαθήναι•
    полоса -а – ζώνη εδάφους για οδοποιία.

    Большой русско-греческий словарь > отвод

См. также в других словарях:

  • υποβάλλω — ὑποβάλλω, ΝΜΑ, και επικ. τ. ὑββάλλω Α [βάλλω] θέτω κάτι κάτω από κάτι άλλο (α. «υποβάλλω θεμέλια» β. «κάτω μὲν ὑποβαλεῑτε τῶν Μιλησίων ἐρίων», Εύβουλ. γ. «ὑπένερθε δὲ λίθ ὑπέβαλλεν», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. θέτω υπό την κρίση ή την έγκριση κάποιου (α …   Dictionary of Greek

  • ὑποβάλλω — throw pres subj act 1st sg ὑποβάλλω throw pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποβάλλω — υποβάλλω, υπέβαλα βλ. πίν. 146 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • υποβάλλω — υπόβαλα και υπέβαλα, υποβλήθηκα, υποβλημένος 1. βάζω κάτι στην κρίση ή έγκριση κάποιου, προτείνω, παρουσιάζω: Υποβάλλω πρόταση. 2. εξαναγκάζω κάποιον να υποστεί κάτι: Υποβλήθηκε σε έξοδα. 3. μτφ., υπαγορεύω σε κάποιον τις σκέψεις ή τη θέλησή μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑποβάλῃ — ὑποβάλλω throw aor subj mp 2nd sg ὑποβάλλω throw aor subj act 3rd sg ὑποβά̱λῃ , ὑποβάλλω throw aor subj mid 2nd sg (doric) ὑποβά̱λῃ , ὑποβάλλω throw aor subj act 3rd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποβαλοῦσι — ὑποβάλλω throw aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὑποβάλλω throw fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) ὑποβάλλω throw fut ind act 3rd pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποβαλοῦσιν — ὑποβάλλω throw aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὑποβάλλω throw fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) ὑποβάλλω throw fut ind act 3rd pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποβεβλημένα — ὑποβάλλω throw perf part mp neut nom/voc/acc pl (epic) ὑποβεβλημένᾱ , ὑποβάλλω throw perf part mp fem nom/voc/acc dual (epic) ὑποβεβλημένᾱ , ὑποβάλλω throw perf part mp fem nom/voc sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποβάλλεσθε — ὑποβάλλω throw pres imperat mp 2nd pl ὑποβάλλω throw pres ind mp 2nd pl ὑποβάλλω throw imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποβάλλετε — ὑποβάλλω throw pres imperat act 2nd pl ὑποβάλλω throw pres ind act 2nd pl ὑποβάλλω throw imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποβάλλῃ — ὑποβάλλω throw pres subj mp 2nd sg ὑποβάλλω throw pres ind mp 2nd sg ὑποβάλλω throw pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»