-
21 λευκ-άμπυξ
λευκ-άμπυξ, υκος, eigtl. mit weißem Stirnbande, = λευκός, Opp. Hal. 4, 238.
-
22 λινο-κάρυξ
λινο-κάρυξ, υκος, ὁ, dor. = - κήρυξ, der Leinenherold, der Leinen zum Verkauf ausruft, Hesych.
-
23 θεο-κήρυξ
-
24 αὐτο-κήρυξ
αὐτο-κήρυξ, ῡκος, ὁ, Phryn. B. A. p. 5 ὁ μὴ δι' ἑτέρου ἀλλὰ δι' ἑαυτοῦ κηρυκεύων.
-
25 μήρυξ
μήρυξ, υκος, ὁ, ein wiederkäuender Fisch, Arist. H. A. 9, 50.
-
26 μῶλυξ
-
27 ἀν-άμπυξ
-
28 ἄμπυξ
ἄμπυξ, υκος, ὁ, Ttagg. auch ἡ (mit ἀμπέχω zusammenhängend), 1) Stirnband, zum Zusammenhalten der Stirnhaare, Hom. einmal, Iliad. 22, 469 τῆλεδ' ἀπὸ κρατὸς βἀλε (Andromache) δέσματα σιγαλὁεντα, ἄμπυκα κεκρύφαλόν τε ἰδὲ πλεκτὴν ἀναδέομην κρήδεμνὁν ϑ'; – ebenso von Frauen Aesch. Sappi. 456 Eur. Hec 464 Theocr. 1, 35; – auch von Pferden, s. χρυσάμπυξ; bei Qu. Sm. 4, 511 sogar Zaum. – 2) stbh. Rundung; Soph. Phil. 674 das Rad; vgl. Ar. Ach. 671; s. auch λιπαράμποξ.
-
29 ἄμβυξ
-
30 ὕκης
-
31 ἶερο-κήρυξ
ἶερο-κήρυξ, ῡκος, ὁ, Opferherold, Opferdiener; Dem. 59, 78; Hermias Ath. IV, 149 e; Inscr., die auch das Verbum ἱεροκηρυκέω haben.
-
32 ἴβυξ
ἴβυξ, υκος, ὁ, ein Vogel, ὄρνεον κρακτικόν, E. G. u. andere VLL.
-
33 γωνιοβόμβυξ
γωνιο-βόμβυξ, ῡκος, ὁ, Winkelsummer, Spottname der Grammatiker -
34 δοίδυξ
δοίδυξ, ῡκος, ὁ, die Mörserkeule -
35 δρομοκήρῡξ
δρομο-κήρῡξ, ῡκος, ὁ, der laufende Herold, Eilbote -
36 θεοκήρυξ
θεο-κήρυξ, ῡκος, ὁ, Götter-, Opferherold -
37 ἴβυξ
ἴβυξ, υκος, ὁ, ein Vogel -
38 ἶεροκήρυξ
ἶερο-κήρυξ, ῡκος, ὁ, Opferherold, Opferdiener -
39 κάλυξ
κάλυξ, υκος, ἡ, u. κάλυξις, ἡ, eigtl. eine Hülle, in der etwas verschlossen liegt, dah. die Blütenknospe, der die Blume umschließende Blumenkelch, bes. die Rosenknospe; φέρει ἀπὸ πάντων ἡ μέλιττα, ὅσα ἐν κάλυκι ἀνϑεῖ Vom Frucht- oder Samenkelche der Hirse. Allgemeiner von der Saat; πόλις φϑίνουσα μὲν κάλυξιν ἐγκάρποις χϑονός, der Pflanzenkeim; Hephästus, aus Metall gearbeiteter Teil des Frauenschmucks, vielleicht knospenförmige Ohrgehänge od. Ringe. -
40 κεράμβυξ
См. также в других словарях:
ὕκος — ὗκος a sea fish masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύκος — ὁ, Α βλ. ὕκης … Dictionary of Greek
προκήρυξ — υκος, ὁ, Α [κῆρυξ, υκος] αυτός που κηρύσσει κάτι εκ τών προτέρων … Dictionary of Greek
πρωτοκήρυξ — υκος, ὁ, Μ 1. ο πρώτος κήρυκας, ο πρώτος απόστολος 2. στον πληθ. οἱ πρωτοκήρυκες οι απόστολοι … Dictionary of Greek
σάμβυξ — υκος, ὁ, Α πιθ. η σαμβύκη. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. σαμβύκη κατά τα αθέματα ουσ.] … Dictionary of Greek
χρυσάμπυξ — υκος, ὁ, ἡ, ΜΑ (για άλογο) αυτός που έχει χρυσά προμετωπίδια (αρχ) (για χαλινό) αυτός που έχει χρυσό έλασμα στα λουριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ἄμπυξ «διάδημα, ταινία» (πρβλ. λευκ άμπυξ)] … Dictionary of Greek
πέλυξ — (I) υκος, ὁ, Α ξύλινο αγγείο, πλατύ στον πυθμένα και στενότερο στο στόμιο, το οποίο χρησίμευε κατά την αρχαιότητα για άρμεγμα, η πέλλα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού πέλλα (Ι) «δοχείο για άρμεγμα» κατά το κάλυξ]. (II) υκος, ὁ, ΑΜ είδος πελέκεως.… … Dictionary of Greek
σάνδυξ — (I) υκος και σάνδιξ, ικος, ἡ, Α λαμπερό ερυθρό χρώμα 2. είδος αλοιφής, πιθ. μίγμα οξειδίου τού ψευδαργύρου και ανθρακικού άλατος. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., ανατολικής προέλευσης. Πρόκειται για λ. με ευρεία διάδοση, η οποία συνδέεται με αρχ. ινδ.… … Dictionary of Greek
χριστοκήρυξ — και χριστοκῆρυξ, υκος, ὁ, ΜΑ εκκλ. (κυρίως για τον απόστολο Παύλο) κήρυκας τού λόγου τού Ιησού Χριστού, απόστολος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστός + κήρυξ, υκος] … Dictionary of Greek
ύκης — και ὕκος και ὗκος και ὕκκης, ὁ, θηλ. ὕκη, Α το ψάρι ερυθρίνος, κν. λυθρίνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με το ὗς «χοίρος»] … Dictionary of Greek
u̯ortoko- (*su̯ortoko-) — u̯ortoko (*su̯ortoko ) English meaning: quail Deutsche Übersetzung: “Wachtel” Material: O.Ind. vartaka m., vártikü f. “Wachtel”; Gk. ὄρτυξ, υγος, by Gramm. also υκος and with ῡ , by Hes. γόρτυξ, i.e. Fόρτυξ “Wachtel”, dessen… … Proto-Indo-European etymological dictionary