-
1 άμβυξ
-
2 αμπυξ
- ῠκος ὅ, Trag. ἥ2) круг, колесо Soph. -
3 Βεβρυκες
οἱ (sing. Βέβρυξ, υκος ὅ) бебрики (полумиф. племя в Вифинии) Theocr., Plut., Luc. -
4 βομβυξ
- ῡκος ὅ1) зоол. шелкопряд Arst.2) гусеница шелкопряда Arst.3) свирель низкого тона Aesch., Plut.4) низкое гудение, басовые ноты(ἐν αὐλοῖς Arst.)
5) ( у птиц) трахея Arst. -
5 δοιδυξ
-
6 δρομοκηρυξ
-
7 ελικαμπυξ
-
8 Ερυξ
- ῠκος ὅ Эрик(с)1) гора в сев.-зап. Сицилии, ныне San Giuliano, на вершине которой находился древний храм Афродиты Эрикинской, построенный якобы легендарным царем элимов Эрик(с)ом Polyb.2) город на зап. склоне этой горы Her., Thuc., Polyb. -
9 ιεροκηρυξ
-
10 καλυξ
1) бот. чашечка(ὅ καρπὸς ἐν κάλυκι γίνεται Her.)
2) оболочка, скорлупа(κέγχρος ἐν κάλυκι Her.)
ἥ γῆ ἔχουσα ἐν κάλυκι σταχύν Plut. — земля, покрытая молодыми колосьями3) росток, зародышκάλυκες ἔγκαρποι Soph. — плодоносные ростки
4) цветочная почка, бутон(ῥόδων Plat.)
5) перен. цвет(νεαρᾶς ἥβης Arph.)
6) pl. чашечкообразные украшения, подвески(κάλυκές τε καὴ ὅρμοι Hom.)
-
11 κηρυξ
1) глашатай(Ἑρμῆς, κ., κηρύκων σέβας Aesch.)
κηρύκεσσι κελεῦσαι κηρύσσειν ἀγορήνδε Ἀχαιούς Hom. — приказать глашатаям созвать на площадь ахейцев2) (= ἄγγελος См. αγγελος) вестник, гонец3) (= ἀπόστολος См. αποστολος) посланец, посол(Ἀλυάττης ἔπεμπε κήρυκα ἐς Μίλητον …Ὁ μὲν δέ ἀπόστολος ἐς τέν Μίλητον ἤϊε Her.)
4) проповедник, провозвестник(δικαιοσύνης NT.)
5) зоол. герольд (морской моллюск, витая раковина которого употреблялась в качестве сигнального рожка) Arst., Anth. -
12 κυαναμπυξ
-
13 λιπαραμπυξ
- ῠκος adj.1) с блистающей повязкой(Μναμοσύνα Pind.)
2) шутл. блистательный, сверкающий(Θασία, sc. ἅλμη Arph.)
-
14 μηρυξ
υκος ὅ рыба морской попугай ( Scarus cretensis) Arst. -
15 μοναμπυξ
-
16 χριστοκηρυξ
-
17 χρυσαμπυξ
-
18 ψευδοκηρυξ
-
19 ιεροκήρυκας
[-υξ (-υκος)] ο церк, проповедник -
20 κάλυκας
(-υξ (-υκος)] ο1) гильза (патрона, снаряда); 2) бот. чашечка (цветка)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὕκος — ὗκος a sea fish masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύκος — ὁ, Α βλ. ὕκης … Dictionary of Greek
προκήρυξ — υκος, ὁ, Α [κῆρυξ, υκος] αυτός που κηρύσσει κάτι εκ τών προτέρων … Dictionary of Greek
πρωτοκήρυξ — υκος, ὁ, Μ 1. ο πρώτος κήρυκας, ο πρώτος απόστολος 2. στον πληθ. οἱ πρωτοκήρυκες οι απόστολοι … Dictionary of Greek
σάμβυξ — υκος, ὁ, Α πιθ. η σαμβύκη. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. σαμβύκη κατά τα αθέματα ουσ.] … Dictionary of Greek
χρυσάμπυξ — υκος, ὁ, ἡ, ΜΑ (για άλογο) αυτός που έχει χρυσά προμετωπίδια (αρχ) (για χαλινό) αυτός που έχει χρυσό έλασμα στα λουριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ἄμπυξ «διάδημα, ταινία» (πρβλ. λευκ άμπυξ)] … Dictionary of Greek
πέλυξ — (I) υκος, ὁ, Α ξύλινο αγγείο, πλατύ στον πυθμένα και στενότερο στο στόμιο, το οποίο χρησίμευε κατά την αρχαιότητα για άρμεγμα, η πέλλα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού πέλλα (Ι) «δοχείο για άρμεγμα» κατά το κάλυξ]. (II) υκος, ὁ, ΑΜ είδος πελέκεως.… … Dictionary of Greek
σάνδυξ — (I) υκος και σάνδιξ, ικος, ἡ, Α λαμπερό ερυθρό χρώμα 2. είδος αλοιφής, πιθ. μίγμα οξειδίου τού ψευδαργύρου και ανθρακικού άλατος. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., ανατολικής προέλευσης. Πρόκειται για λ. με ευρεία διάδοση, η οποία συνδέεται με αρχ. ινδ.… … Dictionary of Greek
χριστοκήρυξ — και χριστοκῆρυξ, υκος, ὁ, ΜΑ εκκλ. (κυρίως για τον απόστολο Παύλο) κήρυκας τού λόγου τού Ιησού Χριστού, απόστολος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστός + κήρυξ, υκος] … Dictionary of Greek
ύκης — και ὕκος και ὗκος και ὕκκης, ὁ, θηλ. ὕκη, Α το ψάρι ερυθρίνος, κν. λυθρίνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με το ὗς «χοίρος»] … Dictionary of Greek
u̯ortoko- (*su̯ortoko-) — u̯ortoko (*su̯ortoko ) English meaning: quail Deutsche Übersetzung: “Wachtel” Material: O.Ind. vartaka m., vártikü f. “Wachtel”; Gk. ὄρτυξ, υγος, by Gramm. also υκος and with ῡ , by Hes. γόρτυξ, i.e. Fόρτυξ “Wachtel”, dessen… … Proto-Indo-European etymological dictionary