-
1 χρῡσάμπυξ
χρῡσ-άμπυξ, υκος, mit goldenem Kopfschmucke, Stirnbande; Beiwort der Pferde; von schöngeschmückten Göttinnen -
2 ἄμπυξ
ἄμπυξ, υκος, ὁ, Ttagg. auch ἡ (mit ἀμπέχω zusammenhängend), 1) Stirnband, zum Zusammenhalten der Stirnhaare, Hom. einmal, Iliad. 22, 469 τῆλεδ' ἀπὸ κρατὸς βἀλε (Andromache) δέσματα σιγαλὁεντα, ἄμπυκα κεκρύφαλόν τε ἰδὲ πλεκτὴν ἀναδέομην κρήδεμνὁν ϑ'; – ebenso von Frauen Aesch. Sappi. 456 Eur. Hec 464 Theocr. 1, 35; – auch von Pferden, s. χρυσάμπυξ; bei Qu. Sm. 4, 511 sogar Zaum. – 2) stbh. Rundung; Soph. Phil. 674 das Rad; vgl. Ar. Ach. 671; s. auch λιπαράμποξ.
См. также в других словарях:
χρυσάμπυξ — χρῡσάμπυξ , χρυσάμπυξ with fillet masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσάμπυξ — υκος, ὁ, ἡ, ΜΑ (για άλογο) αυτός που έχει χρυσά προμετωπίδια (αρχ) (για χαλινό) αυτός που έχει χρυσό έλασμα στα λουριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ἄμπυξ «διάδημα, ταινία» (πρβλ. λευκ άμπυξ)] … Dictionary of Greek
άμπυξ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεσσαλός, γιος του Τιτάρονα ή Τιταίρονα· τον σκότωσε o γιος του, μάντης Μόψος. 2. Θεσσαλός, πατέρας του Φήμιου, επώνυμου ήρωα των Φημιών στην Αρναία. 3. Πρόγονος του Πατρέα, επώνυμου ήρωα των Πατρών. 4. Πατέρας του… … Dictionary of Greek
χρυσαμπύκων — χρῡσαμπύκων , χρυσάμπυξ with fillet masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσάμπυκα — χρῡσάμπυκα , χρυσάμπυξ with fillet masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσάμπυκας — χρῡσάμπυκας , χρυσάμπυξ with fillet masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσάμπυκες — χρῡσάμπυκες , χρυσάμπυξ with fillet masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσάμπυκος — χρῡσάμπυκος , χρυσάμπυξ with fillet masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)