Перевод: со всех языков на французский

с французского на все языки

υκος

  • 1 bombyx

    bombyx, ycis, m et qqf. f. [st2]1 [-] ver à soie. [st2]2 [-] vêtement de soie. [st2]2 [-] duvet (des plantes).    - [gr]gr. βόμϐυξ, υκος.
    * * *
    bombyx, ycis, m et qqf. f. [st2]1 [-] ver à soie. [st2]2 [-] vêtement de soie. [st2]2 [-] duvet (des plantes).    - [gr]gr. βόμϐυξ, υκος.
    * * *
        Bombyx, bombycis, pen. prod. m. g. Plin. Ver à soye.

    Dictionarium latinogallicum > bombyx

  • 2 calyx

    călyx, ycis, m.    - [gr]gr. κάλυξ, υκος --- καλύπτω: couvrir, cacher. [st1]1 [-] corolle des fleurs. --- Plin. 21, 25. [st1]2 [-] écorce [de fruits. --- Plin. 15, 92. [st1]3 [-] coque d'oeuf. --- Plin. 28, 19. [st1]4 [-] coquille, carapace. --- Plin. 9, 100; 32, 39. [st1]5 [-] enduit de cire (pour préserver les fruits). --- Plin. 15, 64. [st1]4 [-] plante [peut-être l'aconit]. --- Plin. 27, 36.
    * * *
    călyx, ycis, m.    - [gr]gr. κάλυξ, υκος --- καλύπτω: couvrir, cacher. [st1]1 [-] corolle des fleurs. --- Plin. 21, 25. [st1]2 [-] écorce [de fruits. --- Plin. 15, 92. [st1]3 [-] coque d'oeuf. --- Plin. 28, 19. [st1]4 [-] coquille, carapace. --- Plin. 9, 100; 32, 39. [st1]5 [-] enduit de cire (pour préserver les fruits). --- Plin. 15, 64. [st1]4 [-] plante [peut-être l'aconit]. --- Plin. 27, 36.
    * * *
        Calyx, calycis, pe. cor. Pli. La peau, pellure, ou escale des fruicts, comme de noix et d'amandes.
    \
        Calyx Pli. Le bouton d'une rose, Celle partie des roses et plusieurs autres fleurs qui les tient encloses avant qu'elles soyent espanies.

    Dictionarium latinogallicum > calyx

  • 3 Ampyx

    Ampyx, ycis, m. (acc. -yca) [st2]1 [-] Ampyx (un des compagnons de Phinée). [st2]2 [-] Ampyx (un des Lapithes).    - [gr]gr. Ἄμπυξ, υκος.

    Dictionarium latinogallicum > Ampyx

См. также в других словарях:

  • ὕκος — ὗκος a sea fish masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύκος — ὁ, Α βλ. ὕκης …   Dictionary of Greek

  • προκήρυξ — υκος, ὁ, Α [κῆρυξ, υκος] αυτός που κηρύσσει κάτι εκ τών προτέρων …   Dictionary of Greek

  • πρωτοκήρυξ — υκος, ὁ, Μ 1. ο πρώτος κήρυκας, ο πρώτος απόστολος 2. στον πληθ. οἱ πρωτοκήρυκες οι απόστολοι …   Dictionary of Greek

  • σάμβυξ — υκος, ὁ, Α πιθ. η σαμβύκη. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. σαμβύκη κατά τα αθέματα ουσ.] …   Dictionary of Greek

  • χρυσάμπυξ — υκος, ὁ, ἡ, ΜΑ (για άλογο) αυτός που έχει χρυσά προμετωπίδια (αρχ) (για χαλινό) αυτός που έχει χρυσό έλασμα στα λουριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ἄμπυξ «διάδημα, ταινία» (πρβλ. λευκ άμπυξ)] …   Dictionary of Greek

  • πέλυξ — (I) υκος, ὁ, Α ξύλινο αγγείο, πλατύ στον πυθμένα και στενότερο στο στόμιο, το οποίο χρησίμευε κατά την αρχαιότητα για άρμεγμα, η πέλλα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού πέλλα (Ι) «δοχείο για άρμεγμα» κατά το κάλυξ]. (II) υκος, ὁ, ΑΜ είδος πελέκεως.… …   Dictionary of Greek

  • σάνδυξ — (I) υκος και σάνδιξ, ικος, ἡ, Α λαμπερό ερυθρό χρώμα 2. είδος αλοιφής, πιθ. μίγμα οξειδίου τού ψευδαργύρου και ανθρακικού άλατος. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., ανατολικής προέλευσης. Πρόκειται για λ. με ευρεία διάδοση, η οποία συνδέεται με αρχ. ινδ.… …   Dictionary of Greek

  • χριστοκήρυξ — και χριστοκῆρυξ, υκος, ὁ, ΜΑ εκκλ. (κυρίως για τον απόστολο Παύλο) κήρυκας τού λόγου τού Ιησού Χριστού, απόστολος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστός + κήρυξ, υκος] …   Dictionary of Greek

  • ύκης — και ὕκος και ὗκος και ὕκκης, ὁ, θηλ. ὕκη, Α το ψάρι ερυθρίνος, κν. λυθρίνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με το ὗς «χοίρος»] …   Dictionary of Greek

  • u̯ortoko- (*su̯ortoko-) —     u̯ortoko (*su̯ortoko )     English meaning: quail     Deutsche Übersetzung: “Wachtel”     Material: O.Ind. vartaka m., vártikü f. “Wachtel”; Gk. ὄρτυξ, υγος, by Gramm. also υκος and with ῡ , by Hes. γόρτυξ, i.e. Fόρτυξ “Wachtel”, dessen… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»