-
1 επαγωγη
ἥ1) привоз, доставка(τῶν ἐπιτηδείων Thuc.)
2) (sc. τῆς τροφῆς) поглощение пищи(ἀναπνοέ καὴ ἐ. Arst.)
3) приведение4) привлечение (на свою сторону, на помощь)(τῶν Ἀθηναίων Thuc.)
αἱ ἐπαγωγαί (sc. ξυμμαχίας) Thuc. — способы привлечения к себе союзников5) наступление, нападение(αἱ ἐπὴ τοὺς ἐναντίους ἐπαγωγαί Polyb.)
6) заманивание (в ловушку), западня(τοῖς ἐχθροῖς Luc.)
7) вызывание подземных божеств, заклинание(ἐπαγωγαὴ ἢ ἐπῳδαί Plat.)
8) лог. (умо)заключение от частного к общему, индукция(ἥ ἐ. ἥ ἀπὸ τῶν καθ΄ ἕκαστα ἐπὴ τὰ καθόλου ἔφοδός, sc. ἐστιν Arst.)
-
2 κομιδη
I.дор. κομῐδά ἥ1) забота, уходκομιδῆς κεχρημένος Hom. — получающий заботливый уход2) питание, продовольственные запасы(κατὰ νῆα Hom.)
3) снабжение, доставка, подвоз(τῶν ἐπιτηδείων περὴ τέν Πελοπόννησον Thuc.; τῶν ἐλλειπόντων Isocr.)
4) уборка, сбор(καρπῶν Xen., Arst.; σίτου Polyb.)
5) возвращение (обратный привоз) домой или на родину(Ἑλένης Her.; τῶν λειψάνων Plut.)
6) обратное получение7) возвращение домой(βουλῆς ἀγαθῆς δεῖ, ὅκως ἀσφαλέως ἥ κ. ἡμῖν ἔσται τὸ ὀπίσω Her.)
8) поездка, путешествие(ποιεῖσθαι κομιδήν τινα Her.)
II.реже κομῐδῆ adv. [dat. к κομιδή См. κομιδη]1) совершенно, вполнеκ. ἀτέχνως Plat. — без всякого размышления;
κ. ἕτερος Plat. — совершенно другой;κ. μεθύειν Plat. — быть совершенно пьяным2) ( в ответах) вот именно, совершенно верно, конечно(καὴ ἀνθρώπων λέγομεν τὰ τριττὰ γένη εἶναι …; κ. γε Plat.)
-
3 αποκλειω
атт. ἀποκλῄω, ион. ἀποκληΐω, дор. ἀποκλᾴω1) запирать(τὰς πύλας Her., Plut.; τέν οἰκίαν Plut.; τινὰ ἔνδον Dem.; ἀπεκλείσθην ἐν τῷ δωματίῳ Lys.)
2) преграждать, перерезывать(τὰς ἐφόδους τῶν ἐπιτηδείων Xen.; τέν ὁδόν Babr.)
ἀ. τινα τῆς Σπαρτης Plut. — отрезать кого-л. от Спарты;ἀπεκεκλέατο ὑπὸ τῆς ἵππου Her. — их путь был прегражден конницей;ἀποκλεῖσθαι τῶν σιτίων Dem. — отворачиваться (отказываться) от пищи;ἀ. τέν βλάστην τινός Plat. — мешать росту чего-л.3) застилать, закрывать(τέν ὄψιν Her.; τὸ φῶς ἀποκέκλεισται Arst.)
ἀ. τὰ ὦτα Plut. — затыкать уши4) юр. делать отвод или оговорку Dem. -
4 αντεμπιμπλημι
в виде возмещения или в свою очередь наполнять(τέν οἰκίαν τῶν ἐπιτηδείων Xen.; ἀντεμπλησθῆναι νομίσματος Plat.)
-
5 εισκομιδη
-
6 εισπλεω
ион. и староатт. ἐσπλέω (fut. εἰσπλεύσομαι, aor. εἰσέπλευσα)1) ( о кораблях) выплывать, тж. проплывать или входить(εἴς τι Thuc., Arst., Plut. и τι Eur., Thuc.; перен. δόμοις Soph.)
2) ввозиться водным путем Thuc., Dem.ἐφύλαττεν ὅπως μηδὲν εἰσπλέοι αὐτοῖς τῶν ἐπιτηδείων Xen. — он следил за тем, чтобы никакое продовольствие не доставлялось им с моря
-
7 εφοδος
Iἥ1) путь (к чему-л.), доступ, подход, подступ(ἐπὴ τοὺς πολεμίους Xen.)
ἄλλῃ ἐφόδῳ ἐπιὼν τῷ λόφῳ Thuc. — подойдя к холму другим путем2) средство, способγνώμης μᾶλλον ἐφόδῳ ἢ ἰσχύος Thuc. — более путем убеждения, чем силы
3) сношение, общение(αἱ παρ΄ ἀλλήλους ἔφοδοι Thuc.)
4) доступ5) привоз, доставка6) план, метод(τῆς ἐξηγήσεως Polyb.)
κατὰ τέν παροῦσαν ἔφοδον Arst. — согласно настоящему плану7) нападение, приступ, набег, натиск(στρατιᾶς Thuc.; στρατεύματος Xen.; πολεμίων Arst.)
ἔφοδον ποιεῖσθαι Thuc. — совершать нападение;ἔφοδοι μελανείμονες Aesch. — натиск одетых в черное (Эриний);ἔ. κύματος Arst., Plut.; — наводнение;ἐξ ἐφόδου Polyb., Plut.; — с первого же удара, с ходуII2доступныйᾗ ἐφοδώτατον ἦν τοῖς πολεμίοις Thuc. — там, куда неприятели имели наилучший доступ
-
8 πορισμος
ὅ1) добывание, получение(τῶν ἐπιτηδείων Polyb.)
2) заработок, прибыль(πορισμοὴ δίκαιοι Plut.)
ὅ τρόπος τοῦ πορισμοῦ Plut. — способ наживать деньги3) приобретение(ἔστιν π. μέγας ἥ εὐσέβεια NT.)
-
9 ποριστικος
3могущий доставить, умеющий обеспечить(ὅ στρατηγὸς π. τῶν ἐπιτηδείων τοῖς στρατιώταις Xen.)
δύναμις ποριστικέ ἀγαθῶν Arst. — сила, дающая блага, т.е. источник благ -
10 επιμελητης
- οῦ ὅ1) попечитель, руководитель, заведующий, тж. начальник, глава(τῶν τῆς πόλεως πραγμάτων Arph.; παιδείας и περὴ τῆς παιδείας Plat.; τῶν πρὸς δίαιταν ἐπιτηδείων Xen.)
ἐ. τῶν μυστηρίων Dem. — распорядитель мистерий;ἐ. τῶν νεωρίων Dem. — начальник верфи;ἐ. τῶν δημοσίων προσόδων Plut. — главный казначей;ἐ. τοῦ ἐμπορίου Dem., Arst. — смотритель рынка;ἐ. ἵππων Plat. — ухаживающий за лошадьми, конюх;ἐ. τῆς οὐραγίας Polyb. — начальник арьергарда2) наместник, управитель(τῆς Τριφυλίας Polyb.; ἐπιμελητήν τινα καταστῆσαι εἰς νομόν τινα Arst.)
См. также в других словарях:
επαγωγή — I (Βιολ.). Φαινόμενο, κατά το οποίο σε ένα όργανο, κύτταρα ή ιστοί μπορούν να προκαλέσουν ορισμένη διαφοροποίηση σε άλλα γειτονικά κύτταρα ή ιστούς. Στα φαινόμενα της ε. περιλαμβάνονται και αρνητικές επιδράσεις, δηλαδή αναστολή της διαφοροποίησης … Dictionary of Greek
πορισμός — ο, ΝΑ [πορίζω] 1. εξεύρεση, προμήθεια («ὁρῶν δ ὅτι ταχέως ἀναγκασθήσονται μεταστρατοπεδεύειν οἱ Καρχηδόνιοι διά τὸν πορισμὸν τῶν ἐπιτηδείων», Πολ.) 2. εξοικονόμηση χρημάτων 3. η εξεύρεση τών προς το ζην αναγκαίων αρχ. 1. ο τρόπος απόκτησης… … Dictionary of Greek
σαγμάριον — τὸ, ΜΑ (κατά το λεξ. Σούδα) «σαγμάρια ἀποσκευαί, ἡ τῶν ἐπιτηδείων κομιδή» μσν. ίππος που φορτώνεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάγμα + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. παιδ άριον)] … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Λευκωσίας (Κυπριακό) — Είναι το μεγαλύτερο και σπουδαιότερο αρχαιολογικό μουσείο της Κύπρου. Χτίστηκε μεταξύ των ετών 1908 και 1924, για να στεγάσει τα ευρήματα των επίσημων ανασκαφών, που είχαν αρχίσει μόλις λίγα χρόνια πριν και βρίσκεται στη διεύθυνση Μουσείου 1,… … Dictionary of Greek
μαφία — (Mafia). Δίκτυο παράνομων εγκληματικών οργανώσεων, σικελικής προέλευσης. Η ετυμολογία της λέξης μ. είναι αβέβαιη· πιθανολογείται ότι προέρχεται από την αραβική λέξη μέχια = καυχησιολογία, η οποία σημαίνει στην κυριολεξία νταηλίκι, κομπασμός. Όπως … Dictionary of Greek
κομιδή — (I) κομιδή, ἡ (Α) 1. φροντίδα, μέριμνα («οὐ πρασιὴ ἄνευ κομιδῆς κατὰ κῆπον», Ομ. Οδ.) 2. τα αναγκαία («οὐ κομιδὴ κατὰ νῆα ἦεν ἐπηετανός», Ομ. Οδ.) 3. τροφή 4. μεταφορά εφοδίων 5. συγκομιδή και αποθήκευση καρπών (α. «ὁρῶντες τῶν τε ἐπιτηδείων τὴν… … Dictionary of Greek