Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τῶν+σοφῶν

  • 21 ἐννοέω

    ἐννο-έω, [dialect] Ion. [tense] aor. 1 part.
    A

    ἐννώσας Hdt.1.68

    ,86: [tense] pf.

    ἐννένωκα Id.3.6

    :—[dialect] Att. also Dep. [full] ἐννοοῦμαι, with [tense] aor. 1 [voice] Pass. ἐνενοήθην:—have in one's thoughts, consider, reflect, ἐ. ὅτι .. Id.1.86, etc.; ἐ. ὡς .. Pl.Ap. 40c; εἴτε .. Id.Phd. 74a; ἐ. μή .. take thought, be anxious lest.., X. An.4.2.13, etc.; ἐννοούμενοι μὴ οὐκ ἔχοιεν ib.3.5.3; ἐννοούμενοι (v.l. -οῦντες)

    οἷα πεπονθὼς ἦ Lys.9.7

    : abs.,

    ὧδε γὰρ ἐννόησον Pl.Prt. 324d

    ; also

    τέκνων ἐννοουμένη πέρι E.Med. 925

    .
    2 c. acc., reflect upon, consider,

    τὰ λεγόμενα Hdt.1.68

    , cf. 3.6;

    τοῦτ' ἐννοοῦμαί πως ἐγώ Eup. 11.6

    D.; ἐ. τὸ γιγνόμενον, ὅτι .. Pl.Tht. 161b, cf. S.Ant.61;

    τοῦτ' ἐννοεῖσθ', ὅταν πορθῆτε γαῖαν, εὐσεβεῖν Id.Ph. 1440

    ; ταῦτ' ἐννοήσασ' (v.l. ἐννοηθεῖσ') E.Med. 882, cf. 900;

    γένος ἐπιεικὲς ἀθλίως διατιθέμενον Pl.Criti. 121b

    .
    3 c. gen., take thought for,

    μητρὸς οὐδὲν ἐννοούμενοι κακῶν E.Med.47

    ; ἐνενόησεν αὐτῶν καὶ ὡς .. he took note of them that.., X.Cyr.5.2.18; notice, ἐννενόηκας τῶν λεγομένων πονηρῶν, σοφῶν δέ, ὡς .. Pl.R. 519a; ἐννενόηκά σου λέγοντος ὅτι .. Id.Hp.Mi. 369e, cf. Tht. 168c; ἔκ τινος ἐννοεῖσθαι draw conclusions from.., Id.Hp.Ma. 295c.
    II understand,

    εἰ σὺ μὴ τόδ' ἐννοεῖς, ἐγὼ λέγω σοι A.Ag. 1088

    (lyr.);

    οὐ γὰρ ἐννοῶ S.OT 559

    , Ph.28: c. part., ἐννοοῦμαι φαῡλος οὖσα E Hipp.435.
    III intend to do, c. inf.,

    ἐννοεῖς ἡμᾶς προδοῦναι S.OT 330

    , cf. LXX Ju.9.5, Aristeas 133: c. acc. rei, S.Aj. 115.
    IV think of, invent, Id.Tr. 578;

    ὁδόν X.An.2.2.10

    ;

    μηχανήν Pl.Lg. 798b

    .
    V form a notion of, τι Id.Phd. 73c sq.; suppose, ὃ δ' ὑμεῖς ἐννοεῖτε, ὅτι .. X.An.6.1.29.
    VI of words, mean, signify,

    τί σοι ἄλλο ἐννοεῖ.. τὸ ῥῆμα; Pl.Euthd. 287c

    codd. [suff] ἐννό-ημα, ατος, τό, notion, concept, Arist.Metaph. 981a6, Epicur.Ep.1p.5U., LXXSi.21.11, Aristeas 189, D.H.Comp.25, Plot.6.6.12, etc.; object of thought, Zeno Stoic.1.19, etc.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐννοέω

  • 22 γνώμη

    γνώμη, ης, ἡ (s. γινώσκω; w. var. mngs. since Pind., Pre-Socr.; BSnell, Die Ausdrücke f. den Begriff des Wissens in der vorplatonischen Philosophie 1924, 20–30; Hdt.+)
    that which is purposed or intended, purpose, intention, mind, mind-set ἐν αὐτῇ γνώμῃ in unity of mind 1 Cor 1:10; sim. Rv 17:13 (μία γνώμη as Demosth. 10, 59; Plut., Cam. 150 [40, 2]; Ael. Aristid. 23, 31 K.=42 p. 778 D.; SIG 135, 21; Pollux 8, 151 μίαν γ. ἔχειν; Philo, Mos. 1, 235; Jos., Ant. 7, 60; 276; s. WvanUnnik in: Studies in John Presented to Prof. Dr. JSevenster, ’70, 209–20). ἐν Ἰησοῦ Χριστοῦ γνώμῃ under the control of the mind of J. C. IEph 3:2; IPhld ins; ἡ εἰς θεὸν γ. mind directed toward God IRo 7:1; IPhld 1:2; ἡ ἐν θεῷ γ. mind fixed in God IPol 1:1. γ. τοῦ θεοῦ purpose/will of God IEph 3:2 (here also Christ as τοῦ πατρὸς ἡ γ., i.e., the personification of what God has in mind for appropriate conduct.—Jos., Ant. 2, 309; 3, 16; 17 τοῦ θεοῦ γ. is clearly God’s will. Likew. Appian, Bell. Civ. 4, 100 §421 κατὰ γνώμην θεῶν; IAndrosIsis, Kyme 40 p. 124 Peek; OGI 383, 110 [I B.C.]; Just., D. 95, 2; 125, 4; Tat. 32, 2); IRo 8:3; ISm 6:2; IPol 8:1; ἡ τ. ἐπισκόπου γ. IEph 4:1; of the devil θλιβέντες τῇ γνώμῃ αὐτοῦ oppressed by his design IPhld 6:2 (γνώμῃ as instrumental dat. in Pind., N. 10, 89). γ. ἀγαθή good will or motive B 21:2 (cp. SIG 75, 28).—γ. ὀρθή IEph 1:1 v.l. (Lghtf.); γ. ἀλλοτρία=(behaves) in a contrary state of mind IPhld 3:3 (cp. 2 below).—As used in diplomatic parlance (s. OGI 315, 82f al.) B 2:9 of divine attitude or disposition = mind-set.
    a viewpoint or way of thinking about a matter, opinion, judgment, way of thinking (earliest use Hdt. 1, 120 [Parm. 8, 61 is questionable]; Dio Chrys. 55 [72], 12 ἑπτὰ σοφῶν τ. γνώμας; Vi. Aesopi G 20 ἡ τοῦ φίλου γνώμη; Sir 6:23; 2 Macc 14:20; 4 Macc 9:27; Jos., Ant. 13, 416) Ac 4:18 D; κατὰ τὴν ἐμὴν γ. in my judgment 1 Cor 7:40 (κατὰ τ. γ. as PPetr II, 11; I, 1; Wsd 7:15); γ. διδόναι express an opinion, appraise a matter, offer counsel or direction (for the phrase cp. Diod S 20, 16, 1 τ. ἐναντίαν δοὺς γνώμην; for the sense ‘direction, guidance’ s. also Iren. 4, 37, 2 [Harv. II 287, 8]) 1 Cor 7:25; 2 Cor 8:10; ἀλλοτρία γ. alien view IPhld 3:3 (cp. Just., D. 35, 6 of heresies). This mng. is poss. Phlm 14, and the phrase χωρὶς τῆς σῆς γ. can be understood in the sense without your input, but s. 3 below.
    the act of expressing agreement with a body of data, approval (Polyb. 2, 21, 3 Appian, Bell. Civ. 4, 96 §403 γ. δημοκρατικῆς διανοίας=showing preference for republican government; Jos., Ant. 18, 336) χωρὶς τῆς σῆς γ. Phlm 14: numerous versions (incl. NRSV, REB) and comm. favor approval, consent (s. 2 above); also ἄνευ γνώμης σου IPol 4:1 (exx. fr. Hellenistic times for both in Nägeli 33; also Diod S 16, 50, 8 ἄνευ τῆς ἐκείνου γνώμης; IAndrosIsis [δοξάζω 2]; UPZ 112, III 3 [III B.C.] al.). μετὰ γνώμης τινός w. someone’s approval (Isaeus 2, 8; Demosth. 25, 10; Diod S 16, 91, 2 μετὰ τῆς τῶν θεῶν γνώμης; UPZ 27, 1 [II B.C. al.) IPol 5:2. S. Renehan ’82, 49.
    a declaration that expresses formal consideration of a matter, declaration, decision, resolution (freq. used as a t.t. for official proposals and proclamations: s. Herodas 2, 86 γνώμῃ δικαίῃ of judges; IPriene 105, 31 [9 B.C.] γνώμη τοῦ ἀρχιερέως; POxy 54, 12; PFay 20, 4; PBrem 15, 8 al.) of God Rv 17:17; w. impv. foll. γ. ἀγαθή gracious pronouncement i.e. a declaration that displays God’s gracious disposition 1 Cl 8:2. Sim. resolve, decision (Thu. 1, 53, 2; 2, 86, 5 γ. ἔχοντες μὴ ἐκπλεῖν; POxy 1280, 5 ἑκουσίᾳ καὶ αὐθαιρέτῳ γνώμῃ; En 6:4; Philo, In Flacc. 145, Spec. Leg. 2, 88 al.; Jos., Ant. 10, 253; Tat. 7:2 αὐτεξουσίῳ γ.; Ath. 34, 1 ὑπὸ χειρὸς καὶ γνώμης) Ac 20:3 (γίνομαι 7); of a proposal Hs 5, 2, 8.—SMouraviev, Glotta 51, ’73, 69–78. B. 1240. DELG s.v. γιγνώσκω. M-M. TW. Sv.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > γνώμη

См. также в других словарях:

  • οικονομία — Ο όρος, ελληνικός που έγινε παγκόσμιος, σημαίνει, στην πρώτη του έννοια, διαχείριση του οίκου· γενικότερα όμως ο. είναι σήμερα η επιστήμη που μελετά την παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση του πλούτου και συγχρόνως τους νόμους που τις… …   Dictionary of Greek

  • κριτική — Η νοητική ενέργεια του χαρακτηρισμού και της εκλογής και, γενικά, της κρίσης. Κοινή σε όλους τους ανθρώπους ως πρωταρχική ιδιότητα της νόησης, η κ. ασκείται σε κάθε αντικείμενο της γνώσης και, μεταξύ άλλων, στην τεχνική και στα προϊόντα των… …   Dictionary of Greek

  • αστρονομία — Επιστήμη συγγενική με τη φυσική και τα μαθηματικά, που ερευνά τα φαινόμενα των αστέρων· η επιστήμη που μελετά τη φυσική κατάσταση, τη θέση, την κίνηση, τη σύσταση και την εξέλιξη των αστέρων. Η λέξη αστέρες λαμβάνεται εδώ στην όσο το δυνατόν… …   Dictionary of Greek

  • σχολείο — Δημόσιο ή ιδιωτικό ίδρυμα για τη μόρφωση και την εκπαίδευση των νέων. Η ανάγκη να μεταδοθούν στις νέες γενιές οι γνώσεις και οι τεχνικές μέθοδοι που έχουν αποχτηθεί παρουσιάζεται και στους παλιότερους πολιτισμούς και σε όλους τους πρωτόγονους… …   Dictionary of Greek

  • σχολειό — Δημόσιο ή ιδιωτικό ίδρυμα για τη μόρφωση και την εκπαίδευση των νέων. Η ανάγκη να μεταδοθούν στις νέες γενιές οι γνώσεις και οι τεχνικές μέθοδοι που έχουν αποχτηθεί παρουσιάζεται και στους παλιότερους πολιτισμούς και σε όλους τους πρωτόγονους… …   Dictionary of Greek

  • επιστήμη — Ένα σύνολο γνώσεων με αντικειμενικό κύρος. Ως γνώση ορίζεται η δυνατότητα διάκρισης των αντικειμένων στα οποία αποδίδονται τα ίδια χαρακτηριστικά μέσα σε ένα ορισμένο σύνολο. Αυτό το σύνολο μπορεί να είναι σχετικό με ειδικές καταστάσεις σε μία… …   Dictionary of Greek

  • πανεπιστήμιο — Σύνολο σχολών και ανώτερων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, με σκοπό την καλλιέργεια και παροχή επιστημονικής γνώσης. Ιστορία. Μπορεί να υπήρχαν σχολές για ανώτερη μόρφωση και στην κλασική εποχή στην Ελλάδα και στη Ρώμη, δεν είχαν όμως οργάνωση με μόνιμο …   Dictionary of Greek

  • κεφάλαιο — Το μέρος του παραγόμενου πλούτου που προορίζεται για την παραγωγή νέου πλούτου και όχι για κατανάλωση, δηλαδή για την άμεση ικανοποίηση μιας ανάγκης. Είναι ένας από τους τέσσερις συντελεστές παραγωγής μαζί με τη γη, την εργασία και την… …   Dictionary of Greek

  • Καππαδοκία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή της κεντρικής Μικράς Ασίας. Βρίσκεται σε ένα υψίπεδο με μέσο υψόμετρο 1.300 μ. Η περιοχή περικλείεται στα Β από τον Πόντο, με φυσικό σύνορο τον ποταμό Άλυ (τουρκικά Κιζίλ ιρμάκ), στα Ν από την Κιλικία, στα Α από τον… …   Dictionary of Greek

  • Λουκιανός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Λ. ο μάρτυρας. Μαρτύρησε επί Λικινίου (307 323), με ξίφος, στην πόλη των Τομέων της Σκυθίας μαζί με τον Ζωτικό. Η μνήμη του τιμάται στις 13 Σεπτεμβρίου. 2. Λ. ο μάρτυρας. Ήταν πρεσβύτερος στην… …   Dictionary of Greek

  • λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»